08.07 ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

Ένας ένδοξος και πολύαθλος μεγαλομάρτυς του Χριστού

Μέσα στη χορεία των ενδόξων και καλλινίκων μαρτύρων της Εκκλησίας μας εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 8 Ιουλίου άγιος μεγαλομάρτυς Προκόπιος, ο οποίος αναδείχθηκε σκεύος θειότατο του Αγίου Πνεύματος και πηγή αέναος της θείας χάριτος, αφού υπομένοντας καρτερικά τα φρικτά βασανιστήρια, έλαβε τον αμάραντο στέφανο της ουρανίου δόξας και μακαριότητος.

Ο άγιος Προκόπιος έζησε κατά τους χρόνους του σκληρόκαρδου Ρωμαίου αυτοκράτορος Διοκλητιανού, ο οποίος είχε εξαπολύσει ανελέητους διωγμούς εναντίον των χριστιανών. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Διοκλητιανού περί το 300 μ.Χ. ζούσε στην Αντιόχεια μια πλούσια χήρα αρχοντικής καταγωγής,η οποία ονομαζόταν Θεοδοσία. Ο άνδρας της ονομαζόταν Χριστόφορος και ήταν χριστιανός, αλλά είχε ήδη αποβιώσει.
Η Θεοδοσία είχε ένα μονάκριβο παιδί, τον Νεανία, τον μετέπειτα άγιο Προκόπιο, τον οποίο ήθελε να αναθρέψει με τα νάματα της ειδωλολατρικής πίστεως. Γι’ αυτό και επισκέφθηκε τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό και του ζήτησε να τιμήσει τον ειδωλολάτρη γιο της μ’ ένα υψηλό αξίωμα. Ο αυτοκράτορας τον διόρισε Δούκα σε όλη την Αλεξάνδρεια, εκτιμώντας τα χαρίσματα και τις ικανότητές του. Ο Νεανίας αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, έχοντας λάβει από τον αυτοκράτορα τη διαταγή να βασανίζει ανελέητα όσους χριστιανούς αρνούνται να προσκυνήσουν τα είδωλα.

Κατά τη διάρκεια της πορείας από την Αντιόχεια στην Αλεξάνδρεια τα άλογα κινδύνευσαν να ψοφήσουν από την αφόρητη ζέστη. Γι΄ αυτό και αποφάσισαν να πεζοπορούν τη νύχτα. Όταν έφτασαν στην Απάμεια της Συρίας, τους υποδέχθηκε όλη η πόλη. Μόλις νύχτωσε και έφυγαν από εκεί, ένας ισχυρός σεισμός τράνταξε τη γη και ταυτόχρονα ένας φοβερός κεραυνός έπεσε, σχίζοντας τον ουρανό. Μέσα από την αστραπή ακούσθηκε μια δυνατή φωνή που απευθυνόταν στον Νεανία και τον ρωτούσε πού πηγαίνει και ποιον καταδιώκει. Τότε ο Νεανίας απάντησε ότι ο αυτοκράτορας τον διόρισε Δούκα στην Αλεξάνδρεια για να θανατώσει όλους όσους πιστεύουν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Μάλιστα η φωνή από τον Ουρανό τον ρώτησε, εάν αυτό σημαίνει ότι ήρθε να πολεμήσει και Εκείνον. Τότε ο Νεανίας τον ρώτησε ποιος είναι και αμέσως εμφανίστηκε μπροστά του μέσα στη νύχτα ένας ολοφώτεινος Σταυρός σαν να ήταν κατασκευασμένος από κρύσταλλο. Μέσα από τον Σταυρό και το άπλετο φως του, ακούσθηκε μια φωνή, η οποία έλεγε ότι είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού. Ο Νεανίας Τον ρώτησε ότι εάν είναι ο Υιός του Θεού, τότε γιατί καταδικάσθηκε σε θάνατο. Τότε η φωνή του απάντησε ότι ο Υιός του Θεού υπέστη τη σταυρική θυσία για τη σωτηρία του κόσμου και ότι σύντομα ο Νεανίας θα αναδειχθεί σκεύος εκλογής,αφού με τη δύναμη του Σταυρού θα νικήσει τους εχθρούς του. Η εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού στον ειδωλολάτρη και πολέμιο των χριστιανών Νεανία, ο οποίος καταλήφθηκε από χαρά και αγαλλίαση, του άλλαξε την πορεία της ζωής. Έτσι όταν έφτασε στη Σκυθόπολη, αναζήτησε τον καλύτερο χρυσοχόο, ο οποίος ονομαζόταν Μάρκος και του παρήγγειλε έναν Σταυρό. Μάλιστα ο Νεανίας του υποσχέθηκε ότι δεν θα αποκαλύψει σε κανέναν την πρόθεση του χρυσοχόου να κατασκευάσει το χριστιανικό σύμβολο του Σταυρού. Ο Μάρκος κατασκεύασε τον Σταυρό, αλλά όταν τον τελείωσε, είδε ένα παράδοξο θέαμα. Πάνω στον Σταυρό εμφανίσθηκαν τρεις εικόνες με εβραϊκά γράμματα. Στο πάνω μέρος έγραφε «Η μορφή του Δεσπότη», στο δεξιό μέρος φαινόταν ένας Άγγελος με το όνομα «Μιχαήλ» και στο αριστερό μέρος φαινόταν ένας Άγγελος με το όνομα «Γαβριήλ». Ο χρυσοχόος προσπάθησε με μεγάλη επιμονή να τις εξαλείψει, αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν ο Νεανίας αντίκρισε τον Σταυρό, αισθάνθηκε απερίγραπτη χαρά και αμέσως τον προσκύνησε. Με έκπληξη είδε τις αποτυπωμένες τρεις εικόνες και ρώτησε τί είναι αυτά και τί σημαίνουν. Όταν πληροφορήθηκε ότι εμφανίσθηκαν από μόνες τους, κατάλαβε ότι οι αποτυπώσεις δημιουργήθηκαν με τη θαυματουργή επέμβαση του Θεού. Τότε γονάτισε και με πολλή ευλάβεια προσκύνησε τον Σταυρό. Στη συνέχεια τον τύλιξε μέσα σε πορφύρα και αναχώρησε με τους στρατιώτες του για την Αλεξάνδρεια. Εκεί τον επισκέφθηκαν κάτοικοι της πόλης και του ζήτησαν με δάκρυα στα μάτια να τους προστατεύσει από τους Αγαρηνούς. Τότε ο Νεανίας έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στους στρατιώτες του και αφού εμψυχώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ο Οποίος του αποκαλύφθηκε και του είπε ότι θα είναι πάντα κοντά του, νίκησε τους Αγαρηνούς.

Μετά τη νίκη ενημέρωσε τη μητέρα του, η οποία με πολλή χαρά του είπε ότι θα πρέπει να ευχαριστήσει τους προγονικούς θεούς, οι οποίοι του χάρισαν τη νίκη. Τότε ο Νεανίας της διηγήθηκε την αποκάλυψη του ίδιου του Ιησού Χριστού στη ζωή του, ενώ συνέτριψε τα είδωλα μέσα στο δωμάτιό της. Το γεγονός αυτό εξόργισε τη μητέρα του σε τέτοιο βαθμό, ώστε ενημέρωσε τον σκληρόκαρδο αυτοκράτορα ότι ο γιος της πιστεύει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Τότε ο Διοκλητιανός έστειλε ένα γράμμα στον Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης, και τον πρόσταξε να επισκεφθεί τον Νεανία για να τον συνετίσει και να τον παρακινήσει να επιστρέψει στην προγονική θρησκεία. Όταν ο Ουλκίωνας παρέδωσε το γράμμα στον Νεανία, τότε εκείνος αφού το διάβασε, δήλωσε με παρρησία τη χριστιανική του ιδιότητα και του είπε να κάνει ό,τι τον πρόσταξαν. Τότε ο ηγεμόνας τον συμβούλεψε να προσποιηθεί ότι θυσιάζει στους θεούς και έτσι να γλυτώσει τη θανατική καταδίκη. Όμως ο Νεανίας απάντησε με γενναιότητα ότι θα θυσιαστεί ο ίδιος για τον Ιησού Χριστό και λύνοντας τη στρατιωτική του ζώνη, την πέταξε στον ηγεμόνα, ομολογώντας την πίστη του στον Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριο.

Η θαρραλέα αυτή στάση του και η σθεναρή ομολογία πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό τον οδήγησε κατ’ εντολήν του Ουλκίωνα στην Καισάρεια, όπου τον κρέμασαν και άρχισαν να ξεσχίζουν τις σάρκες του. Ο κόσμος άρχισε να κλαίει, αλλά ο Νεανίας τους παρότρυνε να μην κλαίνε, διότι τα βασανιστήρια αυτά θα τον οδηγήσουν στην αιώνια χαρά του Παραδείσου. Όταν νύχτωσε, οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου ο δεσμοφύλακας Τερέντιος ήταν φίλος του. Τα μεσάνυχτα επισκέφθηκαν τον Νεανία Άγγελοι Κυρίου, και αμέσως λύθηκαν τα δεσμά τόσο του Νεανία όσο και των άλλων καταδίκων. Ο Νεανίας τους ρώτησε ποιοι είναι και στην απάντησή τους ότι είναι Άγγελοι του Θεού, τους κάλεσε να κάνουν τον σταυρό τους, όπως και έγινε. Οι Άγγελοι τον ρώτησαν κατόπιν, γιατί επέδειξε δυσπιστία και τότε εκείνος απάντησε ότι ο Κύριος έστειλε Αγγέλους στους Τρεις Παίδες και τους δρόσισε, διότι βρίσκονταν μέσα στην κάμινο με τη φωτιά, ενώ εκείνος δεν είναι άξιος μιας τέτοιας θεϊκής δωρεάς. Στη συνέχεια εμφανίσθηκε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός και ένα υπερκόσμιο φως περιέλουσε τον Νεανία και τη φυλακή. Απευθυνόμενος ο Κύριος στον νεαρό αθλητή του Χριστού, του είπε ότι από εδώ και στο εξής θα ονομάζεται Προκόπιος, διότι σύμφωνα με το όνομα αυτό θα προκόψει πνευματικά και θα προσφέρει στον Θεό εκλεκτό ποίμνιο. Τότε ο άγιος ζήτησε από τον Κύριο να τον ενισχύσει μέχρι τέλους, ώστε να υπομείνει τα σκληρά βασανιστήρια.

Στο μεταξύ οι πληγές του θεραπεύτηκαν και όταν ο Ουλκίωνας έστειλε άνθρωπο στη φυλακή για να δει, εάν έχει πεθάνει, τότε ο δεσμοφύλακας Τερέντιος του διηγήθηκε όλα όσα θαυμαστά είχαν συμβεί τη νύχτα μέσα στη φυλακή. Μόλις ενημερώθηκε ο ηγεμόνας για τα θαυμαστά γεγονότα, πρόσταξε να φέρουν τον Προκόπιο μπροστά του. Όταν εμφανίσθηκε ο άγιος ενώπιόν του και είδαν οι στρατιώτες τη φωτεινότητα του προσώπου του και ότι ήταν εντελώς υγιής, εξεπλάγησαν για τη δύναμη του Ιησού Χριστού. Τότε ο Ουλκίωνας εξαγριώθηκε και είπε στους στρατιώτες ότι οι φιλάνθρωποι θεοί τον λυπήθηκαν και τον θεράπευσαν. Κατόπιν ο Προκόπιος τον κάλεσε να πάνε στον ναό για να διαπιστώσει τη δύναμη των θεών. Ο ηγεμόνας πίστεψε ότι θα θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς και έδωσε εντολή να στολίσουν τον δρόμο από το παλάτι μέχρι τον ναό, ενώ κάλεσε και τον λαό να παραβρεθεί στο γεγονός. Μόλις έφτασε ο Προκόπιος στον ναό, είπε στους άρχοντες να μείνουν απ’ έξω με την αιτιολογία ότι επιθυμεί να προσευχηθεί στους θεούς, στους οποίους επέδειξε ασέβεια και περιφρόνηση. Αφού μπήκε στον ναό και έκλεισε τις θύρες, στράφηκε στην ανατολή και προσευχήθηκε στον Ιησού Χριστό για να συντρίψει τα είδωλα, τα οποία παραπλανούν τους ανθρώπους. Στη συνέχεια έκανε το σημείο του Σταυρού και είπε να διαλυθούν όλα στο όνομα του αληθινού Θεού και να γίνουν νερό, το οποίο να χυθεί έξω από τον ναό. Αμέσως έγινε το θαύμα και όλα τα ειδωλολατρικά αγάλματα κατέπεσαν και αφού διαλύθηκαν, έγιναν νερό που ξεχύθηκε από τη θύρα προς τα έξω. Μόλις το συγκεντρωμένο πλήθος είδε το θαυμαστό αυτό γεγονός, φώναξε δυνατά να βοηθήσει τον λαό ο Θεός των Χριστιανών. Μάλιστα οι στρατιώτες και δύο δικαστές που συνόδευαν τον άγιο, πίστεψαν στον Κύριο.

Η μεταστροφή των στρατιωτών εξόργισε τον ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε τον εγκλεισμό του Προκοπίου στη φυλακή. Αλλά οι στρατιώτες και οι δύο δικαστές πήγαν κρυφά στη φυλακή και ζήτησαν από τον άγιο να τους βαπτίσει. Ο άγιος ζήτησε τότε από τον δεσμοφύλακα Τερέντιο να τον αφήσει να φύγει με την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει στη φυλακή πριν ξημερώσει. Ο Προκόπιος μαζί με τους στρατιώτες και τους δικαστές πήγαν στον επίσκοπο Λεόντιο, ο οποίος αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε και τους κοινώνησε. Αφού επέστρεψε ο Προκόπιος στη φυλακή, δίδαξε στους βαπτισμένους πλέον στρατιώτες και δικαστές το μεγαλείο του Παναγάθου Θεού, ο Οποίος χαρίζει σ’ αυτούς που Τον αγαπούν, τη μακαριότητα και την αιώνια ζωή μέσα στη χαρά του Παραδείσου. Την επόμενη ημέρα ο Ουλκίωνας έστειλε ανθρώπους να φέρουν ενώπιόν του τους στρατιώτες και δικαστές, που είχαν πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Ο ηγεμόνας τους επέπληξε για τη μεταστροφή τους και την πλάνη, στην οποία έπεσαν, αλλά εκείνοι του απάντησαν ότι είναι αδύνατον να συνεχίσουν να πιστεύουν σε θεούς, τους οποίους εξαφάνισε ένας φυλακισμένος με τη δύναμη του ενός και αληθινού Θεού. Η θαρραλέα αυτή ομολογία προκάλεσε την οργή του ηγεμόνα, ο οποίος πρόσταξε να αποκεφαλιστούν μπροστά στον Προκόπιο, ο οποίος αλυσοδεμένος προσευχήθηκε στον Κύριο να τους συναριθμήσει στη χορεία των ενδόξων μαρτύρων Του. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών, που έφεραν τα ονόματα Νικόστρατος και Αντίοχος, έλαβε χώρα στις 22 Μαΐου.

Ο Προκόπιος οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή, στην οποία εγκλείσθηκαν και δώδεκα γυναίκες από αρχοντικές οικογένειες, επειδή είχαν ομολογήσει την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Μόλις ο Προκόπιος διέκρινε στο πρόσωπό τους τη λύπη και τον φόβο, τις εμψύχωσε με τη χριστιανική διδασκαλία του, ώστε να μην δειλιάσουν μπροστά στα βασανιστήρια, αλλά με χαρά να υπομείνουν το μαρτύριο και έτσι να αξιωθούν της Βασιλείας των Ουρανών. Όταν το πρωί προσκλήθηκαν από τον Ουλκίωνα να θυσιάσουν στους θεούς, αρνήθηκαν με γενναιότητα και τότε διέταξε να υποβληθούν σε φρικτά βασανιστήρια. Τις κρέμασαν και άρχισαν να κατακαίουν τις πλευρές και τις μασχάλες τους. Παρέμειναν όμως σταθερές και ακλόνητες στην πίστη τους, παρόλο που δόθηκε η διαταγή να κάψουν και τους μαστούς τους. Μάλιστα στις ειρωνικές προκλήσεις του ηγεμόνα, οι δώδεκα γυναίκες ομολόγησαν με παρρησία τη δύναμη του ενός και αληθινού Θεού.

Μεταξύ αυτών που παρακολουθούσαν το μαρτύριο των γυναικών, ήταν και η Θεοδοσία, η μητέρα του αγίου Προκοπίου. Βλέποντας με απορία και θαυμασμό την ακλόνητη πίστη τους στον Χριστό και την υπομονή, την καρτερία και τη γενναιότητα που επεδείκνυαν στα βασανιστήρια, αισθάνθηκε η καρδιά της να πλημμυρίζει από το φως της θείας χάριτος. Αμέσως εγκολπώθηκε τον Χριστό και με θάρρος παρουσιάσθηκε μπροστά στον Ουλκίωνα και δήλωσε ότι είναι χριστιανή και δούλη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ο ηγεμόνας ξαφνιάστηκε και τη ρώτησε πώς είναι δυνατόν να παρασύρθηκε και να επιθυμεί να εγκαταλείψει τη λατρεία των προγονικών θεών. Στο ερώτημα αυτό απάντησε με παρρησία ότι μέχρι τώρα ζούσε μέσα στην πλάνη και το σκότος, γιατί δεν γνώριζε τον αληθινό Θεό, ο Οποίος είναι ο δημιουργός του σύμπαντος.Τότε κατ’ εντολήν του ηγεμόνα οδηγήθηκε στη συνέχεια στη φυλακή μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες, τις οποίες με ιδιαίτερη επιμέλεια φρόντιζε. Η μεταστροφή της Θεοδοσίας στον Χριστό χαροποίησε ιδιαίτερα τον Προκόπιο, ο οποίος την οδήγησε με τη βοήθεια του δεσμοφύλακα στον επίσκοπο Λεόντιο για να βαπτισθεί. Το πρωί η Θεοδοσία οδηγήθηκε στον Ουλκίωνα, ο οποίος προσπάθησε να τη συνετίσει. Η σταθερή της όμως πίστη εξαγρίωσε σε τέτοιο βαθμό τον ηγεμόνα, ώστε την υπέβαλε σε σκληρά βασανιστήρια. Τη χτυπούσαν αλύπητα με ραβδισμούς και της κατέσχιζαν τις πλευρές με σιδερένια νύχια. Οι δώδεκα γυναίκες παρακολουθούσαν περίλυπες το μαρτύριο της μητέρας του αγίου Προκοπίου και προσεύχονταν στον Κύριο να την ενισχύσει μέχρι τέλους στον ανελέητο βασανισμό της. Μάλιστα δόθηκε η εντολή να χτυπηθούν τα σαγόνια των γυναικών με μολυβένιες σφαίρες, ώστε να σιωπήσουν. Βλέποντας ο ηγεμόνας την ακλόνητη πίστη των γυναικών, πρόσταξε να τις δέσουν όλες με μια αλυσίδα και να τις αποκεφαλίσουν. Το γεγονός της μαρτυρικής τους τελειώσεως έλαβε χώρα στις 29 Μαΐου.

Μετά από λίγες ημέρες οδηγήθηκε ο Προκόπιος ενώπιον του Ουλκίωνα και υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια. Ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια το πρόσωπό του και χτυπούσαν τον αυχένα του με σχοινιά, στα οποία είχαν κρεμάσει κομμάτια από μολύβι. Ο ένδοξος αθλητής του Χριστού έμεινε ακλόνητος στην πίστη του και υπέμεινε καρτερικά το μαρτύριο. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου δίδασκε στους φυλακισμένους τη χριστιανική πίστη και με τη χάρη του Θεού θεράπευε τους ασθενείς. Στο μεταξύ ο ηγεμόνας από την κακία και τον θυμό του για το ότι δεν μπορούσε να νικήσει το ακμαίο χριστιανικό φρόνημα του Προκοπίου, προσβλήθηκε από θανάσιμο πυρετό σε τέτοιο βαθμό, ώστε ξεψύχησε. Τη θέση του αποβιώσαντος Ουλκίωνα κατέλαβε ο Φλαβιανός, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα σκληρόκαρδος και φανατικός πολέμιος των χριστιανών. Αφού ενημερώθηκε για τον Προκόπιο και τη δράση του, διέταξε να τον φέρουν ενώπιόν του. Ο άγιος ομολόγησε και πάλι με παρρησία τη χριστιανική του πίστη και το μεγαλείο του ενός και αληθινού Θεού, ο Οποίος δημιούργησε τον κόσμο. Στην άρνησή του να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς, εξαγριώθηκε ο ηγεμόνας τόσο πολύ, ώστε διέταξε έναν στρατιώτη, ονόματι Αρχέλαο, να τον θανατώσει με το ξίφος του. Μόλις όμως σήκωσε το ξίφος του, αμέσως ξεράθηκε το χέρι του και έπεσε κάτω νεκρός. Βλέποντας ο Φλαβιανός τον ακαριαίο θάνατο του στρατιώτη, εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο και έδωσε την εντολή να φυλακίσουν τον Προκόπιο και να τον δέσουν χειροπόδαρα. Ο άγιος συνέχισε να προσεύχεται στον Κύριο για να τον ενισχύσει μέχρι τέλους. Η ακλόνητη πίστη του Προκοπίου στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό προκάλεσε μια σειρά από νέα φρικτά βασανιστήρια. Τον μαστίγωσαν, του έβαλαν στην πλάτη αναμμένα κάρβουνα, του κατέκαψαν το σώμα με πυρωμένα σουβλιά και στις πληγές του έριξαν αλάτι.

Ο χριστιανομάχος Φλαβιανός βλέποντας την ακλόνητη πίστη του Προκοπίου, επινόησε ένα τέχνασμα για να υποκύψει ο γενναίος αθλητής του Χριστού στη λατρεία των ειδώλων. Αφού ετοίμασε ο ηγεμόνας έναν βωμό και έβαλε πάνω σ’ αυτόν αναμμένα κάρβουνα, έβαλαν μέσα στο δεξί χέρι του Προκοπίου λιβάνι και του κρατούσαν το χέρι με τη βία πάνω από τον βωμό. Μ’ αυτό τον τρόπο θα έριχνε το λιβάνι στον βωμό των ειδώλων, αφού θα ήταν αδύνατο να κρατήσει ακίνητο το χέρι του. Αλλά ο άγιος με την καρτερία και τη γενναιότητα που τον χαρακτήριζε, κατόρθωσε να κρατήσει το χέρι του ακίνητο και μάλιστα κάηκε ολόκληρο από τη φωτιά. Βλέποντας ο Φλαβιανός ότι και πάλι δεν κατάφερε τίποτα, διέταξε να τον κρεμάσουν από τα χέρια, ενώ του έδεσαν και δύο βαριές πέτρες στα πόδια. Αλλά και αυτό το βασανιστήριο το υπέμεινε αγόγγυστα, γι’ αυτό και στη συνέχεια αποφασίστηκε να τον ρίξουν μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Ο άγιος όμως έκανε το σημείο του Σταυρού και αμέσως η φωτιά διασκορπίστηκε και έκαψε όσους βρίσκονταν εκεί κοντά. Ο βάναυσος χριστιανομάχος ηγεμόνας αποφάσισε τότε να αποκεφαλισθεί ο πολύαθλος Προκόπιος έξω από την πόλη. Όταν έφτασαν στον τόπο της εκτελέσεως, ο ένδοξος μεγαλομάρτυς του Χριστού ζήτησε να προσευχηθεί για τη σωτηρία της πόλεως και του λαού της, παρακάλεσε δε τον Κύριο να λυτρώσει από τους πόνους και τις ασθένειες όσους θελήσουν να τιμούν τη μνήμη του ,παράλληλα δε να τους αξιώσει να κληρονομήσουν τη Βασιλεία των Ουρανών. Η δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρική τελείωση του θαρραλέου αθλητή της πίστεως έλαβε χώρα στις 8 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά και γεραίρει την πάντιμη μνήμη του. Το ιερό του λείψανο ενταφιάσθηκε με τις πρέπουσες τιμές και αποτέλεσε πηγή αέναο αγιασμού και θαυματουργικών ιάσεων.

Ιερά λείψανα του Αγίου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου φυλάσσονται σήμερα σε ναούς και μονές της πατρίδος μας, όπως στις ιερές μονές Αγίας Τριάδος Λιβαδίου Ελασσώνος και Προφήτου Ηλιού Θήρας, ενώ σημαντική είναι και η διάδοση της τιμής του στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αρκετοί είναι οι ιεροί ναοί του Αγίου Προκοπίου στην ελληνική επικράτεια,όπως στην Κέρκυρα και συγκεκριμένα στον Κάβο Λευκίμμης και στο ομώνυμο χωριό του νησιού, στη Νάξο, όπου επ’ ονόματί του είναι αφιερωμένοι ο κεντρικός ναός του χωριού Βουρβουριά και το γραφικό εκκλησάκι στην ομώνυμη περιώνυμη παραλία του νησιού, στη Λέσβο, όπου ο ιστορικός ενοριακός ναός του Αγίου στο χωριό Ίππειος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1741 και κοσμείται με θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο, καθώς και οι ομώνυμοι ναοί στην Ολυμπιακή Ακτή της Κατερίνης, στο ομώνυμο χωριό των Τρικάλων, στα χωριά Κλαδορράχη Φλωρίνης, Λίστα Θεσπρωτίας,Καμπιτσάτα Κεφαλληνίας, Άρνα Λακωνίας και Αϊπάτια Άνδρου.Αξιοσημείωτος είναι και ο χρονολογούμενος από τον 14ο αιώνα ιστορικός ναός του Αγίου στη Βέροια,ενώ διάσπαρτα είναι σε διάφορα νησιά της πατρίδος μας(Κύθηρα,Κέα,Κύθνος,Σίφνος,Σαντορίνη,Χίος) εξωκκλήσια προς τιμήν του,όπως και το εκκλησάκι του Αγίου στο Κουφόδασο Χελυδορίου της ορεινής Κορινθίας, που αποτέλεσε αυτόνομη μονή και σήμερα είναι μετόχιο της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ζαχόλης. Ο άγιος Προκόπιος τιμάται επίσης στην ηρωική και αγιότοκο νήσο Κύπρο, αφού επ’ ονόματί του τιμούνται το ομώνυμο μετόχιο της Ιεράς Μονής Κύκκου στην Έγκωμη Λευκωσίας και ιστορικός βυζαντινός ναός στο κατεχόμενο χωριό Σύγκραση της επαρχίας Αμμοχώστου, ο οποίος μέχρι και το 1974 αποτελούσε παγκύπριο προσκύνημα.

Η ευχή όλων μας είναι ο ένδοξος και πολύαθλος μεγαλομάρτυς του Χριστού άγιος Προκόπιος, ο οποίος έλαβε από τον στεφανοδότη Κύριο τον αμάραντο στέφανο της ουρανίου δόξας και μακαριότητος, να καταστεί φωτεινός οδοδείκτης με την ακλόνητη πίστη του και τη σθεναρή του ομολογία στην εν Χριστώ πνευματική μας πορεία και προκοπή στη σημερινή υλιστική και τεχνοκρατική εποχή μας με τα πολλαπλά αδιέξοδα και τα ποικίλα προβλήματα.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: 09.07 ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΠΑΚΝΑΝΑΣ »