19.02 ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΘΕΗ (1522-1589)

Η εν Αθήναις φαεινώς διαλάμψασα ένδοξος οσιομάρτυς του Χριστού

Κατά τη μακρόχρονη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της ζοφερής περιόδου της Τουρκοκρατίας έλαμψε ως φαεινός αστήρ της χριστιανικής πίστεως και ως μυρίπνοο άνθος του ελληνορθοδόξου Γένους μας η εν Αθήναις μαρτυρικώς αθλήσασα και οσιακώς τελειωθείσα στις 19 Φεβρουαρίου 1589 ένδοξος οσιομάρτυς του Χριστού, αγία Φιλοθέη η Αθηναία, η οποία υπέμεινε τόσα πολλά βασανιστήρια για την αγάπη και τη δόξα Του. Μάλιστα με τη χάρη του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Κυρίου μας αναδείχθηκε η «κυρά καί μαΐστρα τῶν Ἀθηνῶν», η οποία βοηθούσε αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκους, πιστούς και απίστους.

Η μεγάλη αυτή διδασκάλισσα και αναμορφώτρια του Γένους μας κατέστη «τῶν μοναζουσῶν ἡ καλλονή», «τῶν χηρῶν καί ὀρφανῶν ἡ μήτηρ καί προστάτις», «τῶν ἀσθενούντων ἡ ἐπίσκεψις», «τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡ ἰατρός καί ὁδηγός». Με την πλήρη αφοσίωσή της στον Θεό και τη διακονία Του, την πλούσια ιεραποστολική, κοινωνική και φιλανθρωπική της δραστηριότητα, αλλά και με τους επίπονους αγώνες της για τη διατήρηση της φλόγας της αμωμήτου χριστιανικής πίστεως και την προστασία των Ελλήνων από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση, κατέστη άνθος «χρυσαυγές καί εὐῶδες», το οποίο λάμπει μέσα στο πνευματικό στερέωμα της αγιοτόκου και περιωνύμου πόλεως των Αθηνών με την ένδοξη και μακρόχρονη εκκλησιαστική της ιστορία. Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι η ιστορική αττική γη, στην οποία γεννήθηκε και ανατράφηκε η αγία Φιλοθέη, είναι σφραγισμένη με το όνομα, τη δράση και το μαρτύριό της, αφού με τη θυσιαστική της αγάπη για τον Χριστό και την Ελλάδα στερέωσε το δένδρο της πίστεως και της ελευθερίας μέσα στη σκοτεινή περίοδο της τουρκικής σκλαβιάς. Το γεγονός μάλιστα αυτό την κατέστησε φωτεινό πρότυπο και ολόλαμπρο παράδειγμα προς μίμηση μέσα στο πνευματικό μεγαλείο του ελληνορθοδόξου πολιτισμού.

Η αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1522 και ήταν γόνος της αρχοντικής οικογένειας των Μπενιζέλων, η οποία διατηρούσε μεγαλόπρεπο αρχοντικό στην περιοχή της Πλάκας, επί της σημερινής οδού Αδριανού 96. Η περίφημη αυτή αρχοντική οικία, η οποία αποτέλεσε το «πατρικόν ὀσπήτιον» της αγίας, αποτελεί σήμερα ιστορικό διατηρητέο μνημείο και είναι το μοναδικό σωζόμενο δείγμα αρχοντικής κατοικίας της περιόδου των μεταβυζαντινών χρόνων. Οι ευσεβείς και πλούσιοι γονείς της ονομάζονταν Άγγελος και Συρίγα και μάλιστα η ενάρετη μητέρα της καταγόταν από την επιφανή αυτοκρατορική οικογένεια των Παλαιολόγων. Ήταν όμως στείρα και διαρκώς παρακαλούσε τον Θεό να της δώσει ένα παιδί. Μία ημέρα μετά από ολόθερμη προσευχή στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, ὀπου ικέτευε να εκπληρώσει ο Θεός το διακαές αίτημά της για την απόκτηση ενός παιδιού, αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο της είδε τότε ένα παράδοξο όραμα, σύμφωνα με το οποίο ένα δυνατό φως βγήκε μέσα από την εικόνα της Παναγίας και μπήκε στην κοιλιά της. Μόλις ξύπνησε, κατάλαβε ότι το πολυπόθητο αίτημά της είχε εισακουσθεί και ότι σύντομα θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί. Έτσι μετά από εννιά μήνες γέννησε ένα κοριτσάκι, το οποίο έλαβε το όνομα Ρεβούλα. Η χαριτωμένη αυτή κόρη του Αγγέλου και της Συρίγας Μπενιζέλου, η οποία ήρθε στον κόσμο κατόπιν της ολόθερμης προσευχής των γονέων της, ήταν προικισμένη με πλούσια ψυχικά χαρίσματα και έτσι σύντομα διακρίθηκε για τις πολλαπλές αρετές και την αγιασμένη ψυχή της. Παράλληλα οι γονείς της φρόντισαν να τη μορφώσουν και να τη διαπαιδαγωγήσουν με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως. Γι΄αυτό και η Ρεβούλα, η θεόσδοτη αυτή κόρη των Μπενιζέλων, έλαμπε από καλοσύνη και ήταν προς όλους ευγενική και προσηνής, ενώ εντύπωση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι επιδιδόταν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση σε αγαθοεργίες, δείχνοντας έμπρακτα μ’ αυτό τον τρόπο τα φιλεύσπλαχνα αισθήματά της. Συχνά διένειμε τρόφιμα και λάδι από τις πλούσιες αποθήκες του πατρικού της σπιτιού, ενώ μία παγωμένη νύχτα του χειμώνα έβγαλε το ζεστό και ακριβό πανωφόρι της και το έδωσε να το φορέσει μία ηλικιωμένη γυναίκα που έτρεμε από το κρύο στα σκαλοπάτια του ναού του Αγίου Παντελεήμονος.

Και ενώ η Ρεβούλα μεγάλωνε, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τον γάμο και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να παντρευτεί. Όταν έγινε δώδεκα ετών, ζητήθηκε σε γάμο, παρά την άρνησή της, από τον προεστό Ανδρέα Χειλά, ο οποίος ήταν γόνος επιφανούς αρχοντικής οικογένειας των Αθηνών με μεγάλη περιουσία. Η ενάρετη και γλυκομίλητη όμως θεόσδοτη κόρη των Μπενιζέλων έτρεφε μέσα στην ψυχή της τον διακαή πόθο να μείνει άγαμος και παρθένος και να αφιερωθεί στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ακολουθώντας την ασκητική ζωή. Όμως οι διαρκείς πιέσεις των γονέων της, οι οποίοι επέμεναν στον γάμο της μονάκριβης κόρης τους για να μπορέσει να κληρονομήσει τη μεγάλη περιουσία λόγω και των ιδιαίτερα δύσκολων συνθηκών της περιόδου εκείνης, την ανάγκασαν να παντρευτεί τον επιφανή Αθηναίο άρχοντα, παρά την αντίθεσή της. Ο σύζυγος όμως της Ρεβούλας αποδείχθηκε από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες του γάμου της ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο σκληρό, απάνθρωπο, απότομο, τσιγκούνη και ισχυρογνώμονα. Καθημερινά τη βασάνιζε και τη στεναχωρούσε και ήταν αναγκασμένη να συμβιώνει μ’ έναν τύραννο, ενώ ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι και αποκομμένη από γονείς και φίλους. Η μόνη της παρηγοριά μέσα σ’ αυτή την απομόνωση ήταν το διάβασμα, το εργόχειρό της και οι κρυφές αγαθοεργίες, στις οποίες επιδιδόταν. Παρακαλούσε τον Θεό να φωτίσει τον απάνθρωπο σύζυγό της για να αλλάξει συμπεριφορά και πορεία ζωής, αλλά δυστυχώς δεν υπήρξε καμία αλλαγή στο φέρσιμο αυτού του θηριώδους και φαύλου ανθρώπου. Ενδεικτικό είναι ότι κάποια ημέρα που επέστρεψε ο σκληρόκαρδος σύζυγός της από ταξίδι που είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη, πήγε αμέσως στο κελάρι του σπιτιού για να διαπιστώσει, εάν έχει λιγοστέψει το λάδι στα πιθάρια, φοβούμενος ότι η Ρεβούλα το μοιράζει στους φτωχούς, όπως είχε πράγματι κάνει. Αλλά με τη χάρη του Θεού δεν έγινε αυτό αντιληπτό, αφού η θεόσδοτη κόρη των Μπενιζέλων έριξε μέσα στα πιθάρια νερό, το οποίο μετατράπηκε θαυματουργικώς σε λάδι! Η τυραννική συμβίωση διήρκησε τρία χρόνια και η Ρεβούλα υπέμεινε τα βάσανα και τις θλίψεις αγόγγυστα και με πολλή υπομονή, μέχρι που μία ημέρα έφθασε στο σπίτι η θλιβερή είδηση ότι ο σύζυγός της πέθανε αιφνιδίως, ενώ βρισκόταν στο καφενείο.

Μετά τον θάνατο του συζύγου της επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι με μοναδικό σκοπό να ευαρεστήσει τον Θεό και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν. Γι’ αυτό και Τον παρακαλούσε καθημερινά να την ενισχύσει ψυχικά, ώστε να εκπληρώσει αυτό που ήθελε από την παιδική της ηλικία που ήταν να ενδεδυθεί το μοναχικό σχήμα. Έτσι μετά από τρία χρόνια θλίψεων και στερήσεων εξαιτίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς του συζύγου της, ξαναβρήκε την ψυχική της γαλήνη και άρχισε και πάλι να επιδίδεται σε έργα φιλανθρωπίας και ευλαβείας. Αλλά οι γονείς της επέμεναν να την ξαναπαντρέψουν. Εκείνη όμως απέρριπτε κάθε τέτοια σκέψη, αφού η επιθυμία της ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό και να προσφέρει τις υπηρεσίες της μέσα από την Εκκλησία, ώστε να ανακουφισθούν οι Έλληνες,αλλά και να διασωθεί το Γένος μας από τη λαίλαπα των Αγαρηνών. Είχαν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τότε που η θεόσδοτη κόρη των Μπενιζέλων είχε χηρέψει, όταν οι ευσεβείς, ενάρετοι και πλούσιοι γονείς της εγκατέλειψαν την επίγεια ζωή. Μετά τον θάνατο των γονέων της, η Ρεβούλα επιδόθηκε με μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη και με πιο ένθερμο ζήλο σε προσευχές, αγρυπνίες και νηστείες, ενώ άρχισε να κατηχεί τις υπηρέτριές της, ώστε να ασκηθούν στην αρετή και να καταστούν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος. Βλέποντας όμως ότι η Αθήνα βρίσκεται διαρκώς κάτω από τον ασφυκτικό ζυγό της τουρκικής σκλαβιάς και επιθυμώντας διακαώς την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αποφασίζει, κατόπιν της διά οράματος εντολής του αγίου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, να οικοδομήσει έναν «Παρθενώνα», ένα δηλαδή γυναικείο μοναστήρι επ’ ονόματι του Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου, το οποίο να διαθέτει κελιά, αλλά και απαραίτητα οικοδομήματα, καθώς και μετόχια και αγροκτήματα για τη συντήρηση των μοναζουσών.

Το μοναστήρι βρισκόταν στον χώρο, όπου είναι σήμερα κτισμένο το Μέγαρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, επί της σημερινής οδού Αγίας Φιλοθέης. Ως καθολικό της μονής χρησιμοποιήθηκε παλαιός ναός του Αγίου Ανδρέου, ιδρυθείς σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό και πολυγραφότατο ιστοριοδίφη Δημήτριο Καμπούρογλου κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, τον οποίο και ανακαίνισε η ενάρετη και θεοσεβής Ρεβούλα. Ο ναός αυτός κατεδαφίσθηκε επί των ημερών του Μητροπολίτου Αθηνών Γερμανού Καλλιγά (1889-1896) και στη θέση του ανεγέρθηκε νέος ναός, ο οποίος μέχρι σήμερα κοσμεί τον αύλειο χώρο του Μεγάρου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Όταν ολοκληρώθηκε η οικοδόμηση της μονής, η οποία θα λειτουργούσε ως πνευματικό οχυρό τόσο για τη διατήρηση της φλόγας της χριστιανικής πίστεως στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας όσο και για την αποτίναξη της τουρκικής σκλαβιάς, εκάρη η Ρεβούλα μοναχή, λαμβάνοντας το όνομα Φιλοθέη. Κατόπιν το μοναχικό σχήμα ενδύθηκαν όσες υπηρέτριες είχαν κατηχηθεί από αυτή στο πατρικό της σπίτι, αλλά και πολλές άλλες κοπέλες, προερχόμενες μάλιστα από αρχοντικές οικογένειες των Αθηνών. Όλες αυτές οι ψυχές που συνάχθηκαν γύρω από την ηγουμένη Φιλοθέη, βρήκαν κοντά της την ψυχική ανάπαυση και παρηγοριά, αγωνίζονταν δε νυχθημερόν για την κατά Θεόν πνευματική τους προκοπή, ακολουθώντας πιστά τις πνευματικές της οδηγίες, ενώ είχαν ως ολόλαμπρο παράδειγμα την πραότητα και την ενάρετη πολιτεία της. Πολύ σύντομα το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου κατέστη κάστρο του Γένους και της Ορθοδοξίας υπό την καθοδήγηση της ηγουμένης Φιλοθέης, η οποία ως Ρωμηά μαΐστρα είχε κατορθώσει να αναστήσει μία θεϊκή πολιτεία μέσα στην τουρκική σκλαβιά, αφού έσωζε και λύτρωνε από τον φόβο και την απόγνωση αναρίθμητες ψυχές ραγιάδων. Παράλληλα έδειχνε έμπρακτα τη συμπάθεια και τη φιλανθρωπία της προς τους φτωχούς, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ενώ δίδασκε τους αγράμματους και προστάτευε τις χήρες και τα ορφανά. Το μοναστήρι ήταν πάντα ανοιχτό για κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή, η οποία είχε ανάγκη από στέγη, τροφή, περίθαλψη ή γηροκόμηση. Ακόμη και οι φτωχές άγαμες μητέρες έβρισκαν καταφύγιο στο μοναστήρι, πλησίον δε αυτού ανήγειρε η Φιλοθέη ορφανοτροφείο, νοσοκομείο, γηροκομείο και ξενώνα. Πολλά ορφανά και φτωχά κορίτσια έμαθαν γράμματα, αλλά και τέχνες, όπως υφαντική και πλεκτική, χάρη στην αγάπη και το έλεος της φωτισμένης Φιλοθέης. Γι’ αυτό και το μοναστήρι της αναδείχθηκε πνευματικός φάρος κοινωνικής και φιλανθρωπικής προσφοράς που έλαμπε μέσα στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα του 16ου αιώνα.Έτσι απέκτησε μεγάλη φήμη και απήχηση όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα, αλλά και την Κωνσταντινούπολη και τις παραδουνάβιες χώρες. Όμως η συνεχής προσφορά και βοήθεια της Φιλοθέης προς όλους όσους είχαν υλικές ανάγκες οδήγησε το μοναστήρι σε τόσο μεγάλα έξοδα, ώστε οι μοναχές που ο αριθμός τους είχε αυξηθεί σημαντικά, άρχισαν να στερούνται ακόμη και τα απολύτως αναγκαία, γεγονός που τις έκανε να μικροψυχούν και να γογγύζουν εναντίον της. Όμως η ενάρετη και φωτισμένη Φιλοθέη τις συμβούλευε να έχουν πίστη στον Θεό, ο Οποίος δεν πρόκειται ποτέ να τις εγκαταλείψει.Και πράγματι μετά από μερικές ημέρες επισκέφθηκαν το μοναστήρι δύο άρχοντες, οι οποίοι πρόσφεραν πλουσιοπάροχα τις δωρεές τους, γεγονός που ανακούφισε οικονομικά τη μονή, οι δε μοναχές δόξασαν το όνομα του Παναγάθου και Παντοδυνάμου Θεού, αλλά και θαύμασαν την ακλόνητη πίστη της ηγουμένης Φιλοθέης. Αλλά η φωτισμένη και χαρισματική Φιλοθέη, την οποία όχι μόνο Γραικοί, αλλά και Μουσουλμάνοι ονόμαζαν «κυρά και μαΐστρα» είχε ανοιχτή την πόρτα της μονής σε όλους ανεξαιρέτως τους δυστυχισμένους και κατατρεγμένους που της ζητούσαν προστασία και βοήθεια, αφού στήριζε αδιακρίτως Έλληνες και Τούρκους.

Την εποχή όμως αυτή ζούσαν στην Αθήνα γυναίκες, τις οποίες οι Τούρκοι είχαν αιχμάλωτες από διάφορους τόπους και τις είχαν σαν δούλες τους. Τις σκλαβωμένες αυτές γυναίκες ανέλαβε η Φιλοθέη, αψηφώντας τους κινδύνους και τους πειρασμούς, να τις προστατεύσει από την αλλαξοπιστία και την ατίμωση και να τις απελευθερώσει από τη σκλαβιά των Τούρκων. Μάλιστα τέσσερις αιχμάλωτες γυναίκες, έχοντας πληροφορηθεί για την αγάπη και την προστασία που προσφέρει η ηγουμένη Φιλοθέη, κατόρθωσαν και δραπέτευσαν κρυφά από τους αφέντες τους, οι οποίοι τις πίεζαν να απαρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, και κατέφυγαν σ’ αυτή. Η «κυρά μαΐστρα Φιλοθέη» τις υποδέχθηκε με ιδιαίτερη καλοσύνη και στοργή και τις συμβούλεψε να έχουν σταθερή και ακλόνητη πίστη και να μην στεναχωριούνται για τη σκλαβιά του σώματος, ενώ περίμενε την κατάλληλη χρονική στιγμή για να τις στείλει στον τόπο τους. Όμως η δραστηριότητα της Φιλοθέης να αγοράζει από τα σκλαβοπάζαρα παρθένες και να τις απελευθερώνει, να βοηθά να δραπετεύουν αιχμάλωτες γυναίκες, να παίρνει χριστιανές και μουσουλμάνες και να τις φυγαδεύει στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, να βαπτίζει χριστιανές Τουρκάλες και μερικές από αυτές να τις κάνει μοναχές, είχε αρχίσει να εξαγριώνει τους Τούρκους, οι οποίοι έβλεπαν πλέον τη Φιλοθέη ως εμπόδιο και κίνδυνο στην εξουσία τους. Γι’ αυτό και έπρεπε να εκδιωχθεί η θεόσδοτη κόρη της αρχοντικής οικογένειας των Μπενιζέλων και να σταματήσει με κάθε τρόπο η πολύπτυχη δραστηριότητά της. Έτσι πληροφορούμενοι οι Τούρκοι ότι η Φιλοθέη περιέθαλπτε τις τέσσερις αιχμάλωτες γυναίκες, όρμησαν σαν τα άγρια θηρία μέσα στο κελί της και παρόλο που ήταν άρρωστη και βρισκόταν πολλές ημέρες στο κρεβάτι, την άρπαξαν με τη βία και την οδήγησαν στον ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να την κλείσουν στη φυλακή. Πριν τη συλλάβουν στο κελί της, είχε δώσει την εντολή να εγκαταλείψουν το μοναστήρι οι υπόλοιπες μοναχές για να γλυτώσουν από την εκδικητική μανία των Τούρκων, οι οποίοι δυστυχώς προκάλεσαν ανυπολόγιστες ζημιές μέσα σ΄αυτό. Την επόμενη ημέρα συγκεντρώθηκε πλήθος Τούρκων που φώναζε ότι η Φιλοθέη είναι ένοχη θανάτου. Τότε ο ηγεμόνας έδωσε την εντολή να τη βγάλουν από τη φυλακή και να τη φέρουν ενώπιόν του. Αμέσως ο ηγεμόνας τη ρώτησε τί από τα δύο προτιμά: να θανατωθεί διά ξίφους ή να απαρνηθεί την πίστη της στον Ιησού Χριστό. Τότε η πανεύφημος Φιλοθέη του απάντησε με παρρησία και με ανδρείο φρόνημα ότι είναι έτοιμη και αποφασισμένη να υπομείνει οποιοδήποτε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού. Η ακλόνητη πίστη της «κυρᾶς καί μαΐστρας τῶν Ἀθηνῶν» θα οδηγούσε στη θανατική της καταδίκη, αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια γι’ αυτήν. Έτσι την οδήγησαν και πάλι στη φυλακή, όπου την περίμενε μία μεγάλη και απρόσμενη έκπληξη. Οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τρεις καλόγριες από το μοναστήρι και τις είχαν φέρει στο κελί της. Εκεί η ενάρετη και φωτισμένη, αλλά αδύναμη και άρρωστη Φιλοθέη τις ενίσχυσε ψυχικά, λέγοντας ότι παρά τα εμπόδια και τους κινδύνους ο Θεός δεν θα τους εγκαταλείψει και θα δώσει τη σωτήρια λύση για να απελευθερωθούν και να συνεχίσουν το αξιέπαινο έργο τους. Και πράγματι δεν άργησε να έρθει η λύτρωση, αφού κάποιοι χριστιανοί προύχοντες φρόντισαν και έδωσαν χρήματα στον ηγεμόνα και έτσι η Φιλοθέη με τις τρεις καλόγριες απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο αγαπημένο τους μοναστήρι.

Επιστρέφοντας στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου η Φιλοθέη συνέχισε το πολύπτυχο έργο της με τη χάρη του Θεού και έτσι και πάλι «ὁ Παρθενώνας τῆς κυρᾶς τῶν Ἀθηνῶν» ή «κυρᾶς τοῦ Ἀγγέλου», όπως ονομαζόταν η πανεύφημος Αθηναία αγία, κατέστη η ελπίδα του Γένους, αφού στήριζε τις κλονισμένες συνειδήσεις, ενίσχυε την πίστη και πολεμούσε την αμάθεια. Ενδεικτικό είναι ότι ο αριθμός των μοναζουσών είχε ήδη αυξηθεί πολύ, γεγονός που παρακίνησε την ηγουμένη Φιλοθέη να ιδρύσει στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών δύο μετόχια. Το ένα μετόχιο ιδρύθηκε στα Πατήσια με ναό επ’ ονόματι του Αγίου Ανδρέου, ο οποίος ανεγέρθηκε μετά το 1550. Μετά το έτος 1595 το μετόχιο παρήκμασε και ερημώθηκε. Ακόμη και ο ναός του Αγίου Ανδρέου ερειπώθηκε, αλλά μεταξύ των ετών 1936-1950 αναστηλώθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου και απέκτησε και πάλι την αρχική του μορφή. Κατά τα έτη 1948-1952 ιστορήθηκε ο ναός από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου και σήμερα είναι επισκέψιμος με πλούσια λατρευτική ζωή. Ο ιστορικός αυτός ναός του Αγίου Ανδρέου υπάγεται σήμερα στο Άσυλο Ανιάτων και βρίσκεται επί της οδού Λευκωσίας 40, πλησίον της πλατείας Αμερικής. Το άλλο μετόχιο ιδρύθηκε το 1571 στην περιοχή της Καλογρέζας, η οποία έλαβε αυτό το όνομα από τους αλβανόφωνους κατοίκους της περιοχής και από τη λέξη «Καλογραία», δηλαδή καλογριά, που αναφερόταν στο πρόσωπο της αγίας Φιλοθέης. Το μετὀχιο της Καλογρέζας, το οποίο ονομαζόταν και «μετόχι του Περσού» από το νερό του ποταμού που περίσσευε και που έδωσε αργότερα και το όνομα στον συνοικισμό του Περισσού της Ν. Ιωνίας, ιδρύθηκε σε περιοχή, η οποία αποτελούσε πατρική ιδιοκτησία της αγίας και όπου, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Δημήτριο Καμπούρογλου, υπήρχε πριν τον 16ο αιώνα μονή με ναό αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.Στον χώρο αυτό η αγία ίδρυσε σχολείο θηλέων,το οποίο αποτέλεσε ένα από τα πρώτα σχολεία θηλέων όχι μόνο του Γένους,αλλά και της Ευρώπης,ενώ η μονή λειτούργησε μέχρι και το 1821. Η Φιλοθέη αγόρασε τεράστιες εκτάσεις γύρω από το μετόχιο της Καλογρέζας, οι οποίες περιλάμβαναν μία επιφάνεια, η οποία σήμερα καλύπτει το σύνολο της εκτάσεως του Ολυμπιακού Σταδίου, τις συνοικίες Αλσούπολη και Καλογρέζα της Ν. Ιωνίας, την περιοχή του προαστίου της Φιλοθέης και τη σημερινή συνοικία, όπου βρίσκεται ο ναός του μετοχίου της Καλογρέζας και η οποία με σχετική απόφαση του Δήμου Αμαρουσίου μετονομάσθηκε το 2002 σε «Αγία Φιλοθέη Αμαρουσίου».Μετά την απελευθέρωση των Αθηνών από τον οθωμανικό ζυγό και την εγκατάσταση του Όθωνα στην Ελλάδα η μονή διαλύθηκε και περιήλθε μαζί με την κτηματική της περιουσία στην οικογένεια Χοϊδά.Σήμερα το μετόχιο της Καλογρέζας, το οποίο αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο βυζαντινό μοναστικό κτηριακό σύνολο στην περιοχή των Αθηνών,έχει ανασυσταθεί πλέον σε ανδρώα ιερά μονή,υπαγόμενη στην Ιερά Μητρόπολη Κηφισίας,Αμαρουσίου και Ωρωπού,αφού με την υπ.αριθμόν 421/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών περιήλθε η μέχρι πρότινος ιδιωτική ιδιοκτησία και πάλι στην Εκκλησία.Στον ευλογημένο αυτό χώρο σώζεται μόνο το επ’ ονόματι των Εισοδίων της Θεοτόκου καθολικό της μονής,το οποίο το 1959 χαρακτηρίσθηκε "ιστορικό διατηρητέο μνημείο"(ΦΕΚ 384/10-10-1959),κατόπιν παρεμβάσεως του αρχαιολόγου Αναστασίου Ορλάνδου ήδη από το 1920,καθώς και ένα μικρό τμήμα του περιτοιχίσματος, η αυλόθυρα και μερικά ερειπωμένα κελιά. Η αγία Φιλοθέη διέθετε επίσης μετόχιο και στην Κέα, την επονομαζόμενη και Τζια, και συγκεκριμένα δυτικά της Χώρας, της πρωτεύουσας του νησιού, το οποίο μέχρι σήμερα φέρει την προσωνυμία «Μονή Δάφνης». Στο μετόχιο αυτό εγκαταβίωναν περί τις είκοσι μοναχές και χρησίμευε ως καταφύγιο για την προστασία των μοναζουσών από τις επιθέσεις των Τούρκων. Εκεί διέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα η αγία Φιλοθέη, η πανεύφημος αυτή νύμφη του Χριστού, κατηχώντας και καθοδηγώντας πνευματικά τις ασκούμενες μοναχές, αφού στο μετόχιο της Κέας έστελνε όσες μοναχές φοβούνταν να μείνουν στην Αθήνα και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο του εξισλαμισμού από τους Τούρκους. Η μονή της Δάφνης λειτούργησε ως γυναικείο κοινόβιο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους Τούρκους.

Όμως παρόλο που η μονή του Αγίου Ανδρέου είχε δύο μετόχια στην Αθήνα, ένα στην Κέα, αλλά και τεράστια κτηματική περιουσία στην Αττική, ενώ κτήματα διέθετε ακόμη και στην Αίγινα, υπήρχε μεγάλη ανάγκη για οικονομική ενίσχυση, προκειμένου να συνεχισθεί το θεάρεστο κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της «κυρᾶς τῶν Ἀθηνῶν». Γι’ αυτό και ζήτησε τη στήριξη και συνδρομή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει κτήματα της μονής λόγω των οφειλών της προς αυτούς. Το Πατριαρχείο έστειλε στην Αθήνα τον μέγα λογοθέτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Ιέρακα, ο οποίος ήταν «ἀνήρ τήν ἐκκλησιαστικήν ἀκρίβειαν καί τήν περί τούτων γνώσιν πεπειραμένος ὡς ἄριστα», για να ερευνήσει από κοντά τα γεγονότα και να ενημερώσει με ακρίβεια τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ερχόμενος ο Ιέρακας στην Αθήνα συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη των Αθηνών, αλλά και με τους Ρωμηούς προεστούς της πόλεως, και ενημερώθηκε για την πολύπτυχη δραστηριότητα της ηγουμένης Φιλοθέης, η οποία στήριζε τους εναρέτους στην αρετή, οδηγούσε τους αμαρτωλούς στην μετάνοια και πρόσφερε πλουσιοπάροχα την ελεημοσύνη της προς τους φτωχούς και τους αρρώστους. Αλλά και όταν ο ίδιος ο Ιέρακας επισκέφθηκε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου θαύμασε το θεάρεστο έργο που επιτελείται εκεί. Παράλληλα ενημερώθηκε για τις δυσκολίες και τους κινδύνους που υπάρχουν και παρεμποδίζουν τη συνέχιση της κοινωνικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητας της αγίας, αλλά και δημιουργούν προβλήματα στην επιβίωση της μονής, αφού η αγία Φιλοθέη είχε έρθει σε διένεξη για κτηματικές διαφορές ακόμη και με τον ηγούμενο της παλαιφάτου Μονής Πεντέλης, άγιο Τιμόθεο Αρχιεπίσκοπο Ευρίπου (1510-1590). Ο Ιέρακας υποσχέθηκε να ενημερώσει με κάθε λεπτομέρεια το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να στηρίξει υλικά και πνευματικά το αξιέπαινο έργο της αγίας. Όμως η «μαΐστρα καί κυρά τῶν Ἀθηνῶν» δεν αρκέστηκε μόνο στην επίσκεψη του Ιέρακα. Έστειλε επιστολή και προς τη Γερουσία των Ενετών για να μπορέσει να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια, ώστε να επιβιώσει το μοναστήρι και να αποπληρώσει το τεράστιο χρέος που υπήρχε , αφού για να το προστατεύσει από τις λεηλασίες και την καταστροφική μανία των Τούρκων και να συνεχίσει το αναμορφωτικό της έργο, έβαλε ως ενέχυρο τα σκεύη του ναού και ολόκληρη την περιουσία του μοναστηριού. Η αποσταλείσα μέσω του ιερέως Σεραφείμ Παγκάλου επιστολή βρήκε θετικότατη ανταπόκριση και έτσι στις 10 Μαΐου 1584 δόθηκε η πολυπόθητη οικονομική βοήθεια που είχε ζητήσει η Φιλοθέη. Έτσι κατόρθωσε η μονή του Αγίου Ανδρέου να επιζήσει και να συνεχίσει το έργο της προς δόξαν Θεού και προς όφελος του Γένους των Ελλήνων.

Αλλά η αγία αξιώθηκε από τον Θεό να επιτελέσει με τη χάρη Του και πάμπολλα θαύματα. Αξιομνημόνευτο είναι το θαύμα που επιτέλεσε σ’ έναν νεαρό βοσκό προβάτων, ο οποίος επιδιδόταν σε κλεψιές και ραδιουργίες. Εξαιτίας αυτής της νοσηρής συμπεριφοράς ο νεαρός βοσκός κυριεύθηκε από δαιμόνιο και περιφερόταν στα βουνά γυμνός, παρουσιάζοντας ένα αξιολύπητο και αποκρουστικό θέαμα. Όταν όμως συνερχόταν, κατέφευγε στα μοναστήρια για να θεραπευθεί. Θεραπεία όμως στο πρόβλημά του δεν μπορούσε να βρει, μέχρι που τον οδήγησαν στην αγία, η οποία προσευχήθηκε στον Θεό και με τη χάρη Του απαλλάχθηκε από τη δαιμονική μάστιγα. Στη συνέχεια με την προτροπή της εκάρη μοναχός και έζησε την υπόλοιπη ζωή του με μετάνοια και άσκηση. Το επιτελεσθέν αυτό θαύμα, αλλά και άλλες ιάσεις ασθενών από ψυχικά και σωματικά νοσήματα έκαναν την αγία Φιλοθέη γνωστή σε ολόκληρη την Αθήνα και πολλοί ήταν εκείνοι που κατέφευγαν στο μοναστήρι της για να καθοδηγηθούν πνευματικά και να στερεωθούν στην πίστη τους. Όμως η ολοένα και μεγαλύτερη συρροή κόσμου στο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου παρεμπόδιζε την ήσυχη ασκητική ζωή της ηγουμένης Φιλοθέης. Γι’ αυτό και συχνά κατέφευγε στο μετόχιο της μονής που είχε ιδρύσει στα Πατήσια, όπου ο ναός ήταν και εκεί αφιερωμένος στον Απόστολο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο. Στο μετόχιο των Πατησίων επιδιδόταν στην αδιάλειπτη προσευχή και ασκήτευε μαζί με τις μοναχές, οι οποίες εγκαταβίωναν σ’ αυτό. Στο όμορφο αυτό μετόχιο, το οποίο είχε καταστεί ένα αληθινό κόσμημα για την Αθἠνα, αποφάσισε η Φιλοθέη μαζί με τις υπόλοιπες μοναχές να τελέσουν ολονύχτια αγρυπνία τη νύχτα της 2ας προς την 3η Οκτωβρίου του 1588 επί τη μνήμη του αγίου ενδόξου ιερομάρτυρος Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Όμως μέσα στην πνευματική πανδαισία της ολονύχτιας ακολουθίας, όπου ο ουρανός είχε ανοίξει τις πύλες του και οι μοναχές βρίσκονταν προσευχόμενες σε μία άλλη διάσταση, ακούσθηκε ξαφνικά ένας τρομακτικός θόρυβος, σαν να γινόταν σεισμός. Πέντε Τούρκοι είχαν πηδήξει από τον μαντρότοιχο του μετοχίου και είχαν εισβάλει μέσα στο καθολικό. Αφού άρπαξαν με λυσσαλέα οργή τη Φιλοθέη, άρχισαν να τη μαστιγώνουν ανελέητα και μάλιστα με τέτοια μανία, ώστε από τον βασανισμό και τις κακώσεις την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλο το μίσος των Τούρκων για την αγία, ώστε την έβγαλαν με άγριες διαθέσεις στο προαύλιο του ναού και την έδεσαν σε μία κολώνα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τη ζωή της, η Φιλοθέη ευχαριστούσε τον Θεό που την αξίωσε να μαρτυρήσει για το πάντιμο όνομά Του. Οι υπόλοιπες μοναχές κατόρθωσαν και έφυγαν, αλλά όταν επέστρεψαν, βρήκαν την πολυαγαπημένη τους ηγουμένη σε άθλια κατάσταση, αφού ήταν βαρύτατα τραυματισμένη. Τότε οι μοναχές αποφάσισαν για λόγους ασφαλείας να τη μεταφέρουν στο μετόχιο της Καλογρέζας,το γνωστό και ως «μετόχιο του Περσού», για να μπορέσει να αναρρώσει, αλλά και να προστατευθεί από τη λυσσαλέα οργή των Τούρκων.Εκεί έμεινε νοσηλευόμενη επί πέντε μήνες, από τον Οκτώβριο του 1588 έως τις 19 Φεβρουαρίου του 1589, ημέρα κατά την οποία η «κυρά καί μαΐστρα τῶν Ἀθηνῶν» παρέδωσε την πάναγνη ψυχή της στον Κύριο, τον Οποίο με τόσο ζήλο διηκόνησε σε όλη της την επίγεια πορεία. Ενταφιάσθηκε στο μετόχιο της Καλογρέζας και αμέσως μετά από είκοσι ημέρες ευωδίαζε ο τόπος, στον οποίο είχε εναποτεθεί το ιερό σώμα της. Αλλά και κατά την ανακομιδή του ιερού της λειψάνου, η οποία έλαβε χώρα μετά από ένα έτος, αποδείχθηκε περίτρανα η θεάρεστη βιοτή της, αφού το ιερό της λείψανο βρέθηκε ακέραιο και ευωδιάζον προς δόξαν του ονόματος του Παναγάθου και Παντοδυνάμου Θεού. Μετά την ανακομιδή του ιερού σκηνώματός της και τα θαυμαστά και παράδοξα γεγονότα που έλαβαν χώρα, απαίτησαν οι Αθηναίοι να πάρουν το άφθαρτο λείψανο και να το μεταφέρουν στην Αθήνα προς ευλογία και αγιασμό των κατοίκων της. Η απαίτηση αυτή των Αθηναίων προκάλεσε αντιδράσεις, αλλά και συγκρούσεις με τους κατοίκους των περιοχών Αμαρουσίου και Χαλανδρίου, αλλά τελικά το λείψανο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε στο δεξιό μέρος του Αγίου Βήματος του καθολικού της μονής του Αγίου Ανδρέου, όπου βρίσκεται σήμερα το Μέγαρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Μετά την ερήμωση της μονής το ευωδιάζον και ακέραιο λείψανο της αγίας μεταφέρθηκε μαζί και με την παλαιότερη σωζόμενη φορητή εικόνα της (1703) στον ναό της Παναγίας Γοργοεπηκόου, ο οποίος χρονολογείται από τα τέλη του 12ου αιώνα και το 1862 μετονομάσθηκε σε Άγιος Ελευθέριος. Αργότερα το ιερό και άφθαρτο σκήνωμα μεταφέρθηκε στον περικαλλή Καθεδρικό Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού Θεοτόκου Αθηνών, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα.

Η ένδοξος οσιομάρτυς του Χριστού αγία Φιλοθέη τιμήθηκε λίγα μόλις χρόνια μετά τη μαρτυρική τελείωσή της, το δε πολύπτυχο και θεάρεστο έργο της αναγνωρίσθηκε και καταξιώθηκε αμέσως από τον πιστό λαό του Θεού. Η επίσημη ανακήρυξή της ως αγίας έγινε επί των ημερών του Οικουμενικού Πατριάρχου Ματθαίου Β΄ (1595 -1600) ύστερα από τη σχετική αναφορά του Μητροπολίτου Αθηνών Νεοφύτου, την οποία συνυπέγραψαν οι Μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών μαζί και με τον ιερό κλήρο και τους προκρίτους των Αθηνών. Στην αναφορά ζητούσαν την επίσημη αναγνώρισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αφού πάμπολλα ήταν τα θαύματα από το ευωδιάζον ιερό της λείψανο. Το 1775 εκδόθηκε στη Βενετία υπό Λεονάρδου ποτέ Δημητρίου Καπετανάκη του εξ Αθηνών η συνταχθείσα προς τιμήν της Ακολουθία, έργο αγνώστου υμνογράφου, στην οποία παρατίθεται και ο βίος της. Η πανίερη μνήμη της τιμάται και γεραίρεται στις 19 Φεβρουαρίου και ετήσια λαμπρά πανήγυρη τελείται στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αθηνών, όπου φυλάσσεται μέσα σε ασημένια λειψανοθήκη το ιερό της σκήνωμα, το οποίο και λιτανεύεται με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη. Αλλά η μνήμη της εορτάζεται πανηγυρικά και στο όμορφο προάστιο της Φιλοθέης, όπου σε μαγευτικό καταπράσινο λόφο είναι κτισμένος από το 1936 ο ομώνυμος γραφικός ιερός ενοριακός ναός και μάλιστα πλησίον της εξόδου της Κρύπτης της Αγίας Φιλοθέης. Η Κρύπτη αυτή είναι μία σήραγγα διαφυγής, μία κτιστή υπόγεια δίοδος, η οποία αρχίζει από το μετόχιο της Καλογρέζας και καταλήγει στον λόφο, όπου έχει ανεγερθεί ο επ’ ονόματι της Αθηναίας αγίας ιερός ναός της πολιούχου και εφόρου του προαστίου της Φιλοθέης. Σύμφωνα μάλιστα με μία παράδοση η αγία Φιλοθέη ενταφιάσθηκε στην Κρύπτη της Καλογρέζας. Άλλωστε ολόκληρη η περιοχή της Φιλοθέης ανήκε στην αγία και έλαβε το όνομα από αυτή. Ενδεικτικό είναι ότι μέχρι το 1936 η περιοχή της Φιλοθέης ονομαζόταν «Νέα Αλεξάνδρεια» και αποτελούσε τον συνοικισμό των υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης. Όμως το 1934 κατά τη διάρκεια της εξόρυξης κοκκινόπετρας που προοριζόταν για το χτίσιμο των σπιτιών της περιοχής, ανακαλύφθηκε η Κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης, εντός της οποίας υπήρχε μικρό σπήλαιο με μικρογραφία Αγίας Τραπέζης. Έτσι το 1936 η κοινότητα της Νέας Αλεξάνδρειας μετονομάσθηκε σε Φιλοθέη. Όμως και η γειτονική περιοχή του Ψυχικού έλαβε αυτή την ονομασία από ένα πηγάδι, το οποίο είχε ανοίξει η αγία Φιλοθέη λόγω της έλλειψης νερού. Χάρη σ’ αυτό το πηγάδι λύθηκε το πρόβλημα, αφού η αγία μ’ αυτή την πράξη της έκανε ένα «ψυχικό». Αλλά και η συνοικία της Καλογρέζας του Δήμου Ν. Ιωνίας έλαβε αυτή την ονομασία από τη λέξη «Καλογραία» που σημαίνει καλογριά και αναφέρεται στο πρόσωπο της αγίας Φιλοθέης, η οποία είχε ιδρύσει στην περιοχή το μετόχιο της Καλογρέζας, στο οποίο και μεταφέρθηκε μετά τον βάναυσο τραυματισμό της, όπου και εκοιμήθη στις 19 Φεβρουαρίου 1589. Η αγία Φιλοθέη τιμάται επίσης στην Αττική με ομώνυμο παρεκκλήσιο στην περιοχή Διώνη Πικερμίου, καθώς στην περιοχή της Εκάλης με ομώνυμη γυναικεία ιερά μονή, η οποία ιδρύθηκε το 1960 από το αοίδιμο Αρχιμανδρίτη π. Κοσμά Καράμπελα (1915 - +20 Ιουνίου 2003). Στον χώρο της μονής ιδρύθηκε το 1963 Οικοτροφείο Θηλέων υπό την επωνυμία «Αγία Τριάς», όπου φιλοξενούνται νέες προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Ενοριακός ναός επ’ ονόματι της αγίας Φιλοθέης υπάρχει επίσης στον Πύργο Ηλείας, όπου δίπλα λειτουργεί και το Οικοτροφείο – Ορφανοτροφείο Θηλέων «Η Αγία Φιλοθέη», ενώ στο όνομα της αγίας είναι αφιερωμένα παρεκκλήσια στους ιερούς ναούς Αγίας Αικατερίνης πόλεως Άργους και Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Χαλκιάδες Άρτας, στην περιοχή Πλακάκια της Αίγινας(αποτελεί ιδιοκτησία της οικογένειας Δραγούμη),καθώς και στις ιερές μονές Αγίου Ιεροθέου Μεγάρων Αττικής και Μεγάλης Παναγίας Σάμου. Η μνήμη της αγίας οσιομάρτυρος Φιλοθέης της Αθηναίας εορτάζεται επίσης πανηγυρικά στο ομώνυμο περικαλλές παρεκκλήσιο στο χωριό Κοντοπούλι της Λήμνου, το οποίο ανεγέρθηκε το 1980 από τον Ορθόδοξο Χριστιανικό Σύνδεσμο Αγάπης 'Η Αγία Φιλοθέη', αλλά και στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Νεκταρίου στην πόλη των Χανίων, όπου ο υπόγειος ναός είναι αφιερωμένος στην 'κυρά των Αθηνών'.

Η «θεαρέστως βιώσασα καί ἐν κακουχίαις τελευτήσασα» στις 19 Φεβρουαρίου 1589 ένδοξος οσιομάρτυς του Χριστού αγία Φιλοθέη η Αθηναία αναδείχθηκε στους δύσκολους και σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας «τῶν διωκομένων τό ἀσφαλές καταφύγιον» και «τῶν αἰχμαλώτων νεανίδων ἡ ἀνάρρυσις», αφού το περιώνυμο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέου κατέστη τηλαυγέστατος φάρος ελπίδος και παραμυθίας,ταυτόχρονα δε και πνευματική εστία που ακτινοβολούσε φως Χριστού και Ρωμηοσύνη. Ίδρυσε το πρώτο σχολείο θηλέων στη νεότερη ιστορία της Ελλάδος και αναδείχθηκε «ἄνθος εὐῶδες καί φῶς ἱλαρόν ἐν τῷ βαρεῖ τῆς δουλείας χειμῶνι ἐν ταῖς κλειναῖς Ἀθήναις», διδάσκοντας και παραδειγματίζοντας με την ενάρετη πολιτεία της, αφού η ίδια κατέστη «παράδεισος ἀρετῆς καί σεμνότητος». Ας επικαλεσθούμε λοιπόν τις πρεσβείες της και στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς μας, ώστε να αντισταθούμε στην ολοένα και αυξανόμενη πνευματική αλλοτρίωση, αλλά και να κρατήσουμε σταθερή την πίστη μας και τα υψηλά ιδανικά του ελληνορθοδόξου Γένους μας.

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός