Κατά τον Αριστοτέλη τέχνη είναι η δημιουργική απεικόνιση της πραγματικότητας με τη βοήθεια των αισθήσεων. Υποθέτει μάλιστα ότι ο άνθρωπος ωθείται στη μίμηση, είτε επειδή η αναγνώριση της μίμησης είναι ευχάριστη στον ίδιο ως λογικό ον, είτε επειδή η μελωδία και ο ρυθμός είναι ευχάριστα και σύμφυτα με την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η μιμητική ικανότητα ενυπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο από την γέννησή του. Είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανοούμε τον κόσμο γύρω μας και τον αναπαράγουμε, είναι η προσπάθεια να επικοινωνήσουμε και να βρούμε κοινό τόπο έκφρασης, να συντονιστούμε με το περιβάλλον μας, να ενσωματωθούμε σε αυτό.
Η μίμηση προϋποθέτει την παρατήρηση και σε αυτήν συμμετέχουν όλες μας οι αισθήσεις. Το μωρό παρατηρεί με ορθάνοιχτα μάτια την μητέρα του και μιμείται τις κινήσεις του προσώπου της, στη συνέχεια τον ήχο της φωνής της, τον τρόπο που πιάνει τα πράγματα, που περπατά, που τραγουδά. Όλα είναι καινούργια γι’αυτό και μέσω της μίμησης γνωρίζει τον κόσμο γύρω του και τον κατακτά ή αλλιώς…μεγαλώνει.
Η ικανότητα της μιμήσεως είναι για τον άνθρωπο μια φυσική κατάσταση. Αναπτύσσεται και εξελίσσεται όσο εξελισσόμαστε και αναπτυσσόμαστε και εμείς. Τα παιδιά μιμούνται τους γονείς τους, τους φίλους τους, τους δασκάλους τους.
Πώς γίνεται όμως αλήθεια, ενώ η μιμητική ικανότητα ενυπάρχει μέσα μας, να φοβόμαστε να θέσουμε τον εαυτό μας σε κοινή θέα; Και πως μπορεί το θέατρο να βοηθήσει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει αυτή του την ντροπή ή την δυσκολία του να προβάλει τον εαυτό του, ακόμα και σε ένα στενό και συγκεκριμένο σύνολο ανθρώπων;
Δυστυχώς ενώ η μιμητική ικανότητα είναι μια εγγενής ικανότητα του ανθρώπου, ο ίδιος ο άνθρωπος μέσα στα στερεότυπα, τα «μη» και τα «πρέπει» της κοινωνίας και της οικογένειας την περιορίζει σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές την κοιμίζει βαθιά.
Το θεατρικό παιχνίδι - γιατί το θέατρο είναι ένα ατελείωτο παιχνίδι με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με το κοινό (υπαρκτό ή δυνητικό) - ξυπνά την ικανότητα εκείνη του ανθρώπου να μιμείται, να μεταλλάσσεται σαν τον χαμαιλέοντα, να επικοινωνεί πρώτα με τα μέσα του και ύστερα με τον κόσμο έξω από αυτόν, να ανακαλύπτει το βαθύτερο εαυτό του, ώστε στη συνέχεια να τον αποδεχθεί και να τον αγαπήσει.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο του θεάτρου είναι ότι όλα πραγματώνονται μέσα σε συγκεκριμένο πλαίσιο, χώρο και χρόνο, που βοηθά το άτομο να ελέγχει τον εαυτό του, να πειθαρχεί στην ομάδα, να αισθάνεται ασφάλεια και να έχει εμπιστοσύνη στην ομάδα που επιλέγει να συμμετέχει.
Η δική μου, λοιπόν, προσδοκία είναι μέσα από το θεατρικό παιχνίδι μικροί και μεγάλοι να γνωρίσουν καλύτερα τον εαυτό τους, να τον αποδεχθούν, να τον αγαπήσουν, ώστε να μπορούν να μας μιλήσουν για αυτόν, να εκτεθούν χωρίς να εκτίθενται, να δώσουν το δικό τους προσωπικό στίγμα στην ομάδα, να αφήσουν τον εαυτό τους ελεύθερο να εκφραστεί, να γνωρίσουν τα όρια τους, να μάθουν να συνεργάζονται για το κοινό αρμονικό καλό χωρίς να απαρνούνται τις ιδιαίτερες ικανότητές τους. Και φυσικά κάθε συνάντηση επιδιώκω να είναι ένα ατελείωτο παιχνίδι συναισθημάτων με κυριότερο αυτό της χαράς, να γινόμαστε ανάλαφροι, σαν να φεύγει από πάνω μας ένα μεγάλο μέρος του καθημερινού κάματου. Γιατί η ζωή χωρίς το θέατρο μοιάζει ανιαρή και χωρίς το παιχνίδι πεζή.
Πλουμίδη Μυρτώ.
Θεατρολόγος- Εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού.