«Γράμμα στον Θεό»

Σου γράφω Θεέ μου για ν’ ακούσεις,
γράφω να με λούσεις
μ’ εκείνες τις αχτίδες από φως,
που αναρωτιέσαι πώς,
πώς ο ήλιος λάμπει στο νου
πως ο πύργος βάφει παντού…

Γράφω να νιώσω το κρότο, την αστραπή
που κάνει αθόρυβα μια νέα αυγή,
σαν ραίνει ορίζοντες με τη χρυσή κλωστή…
με κόκκινο σκέπασμα την εορτή…

Κοντά σου σβήνω
την πίκρα που πνίγει,
το σίδερο σαν σφίγγει,
παίρνω ανάσα από τις λεύκες,
από τ’ αγέρι στις στέπες,
από την μαύρη έρημο
που με γιομίζει,
με όλη την αλμύρα της θλίψης που με στύβει …

Να ξαποσταίνω
όταν το σώμα σου ρουφώ,
να ανασταίνω τον χαμό,
όταν το αίμα καταπιώ
και κλαίω και θρηνώ
που να σε φτάσω δεν μπορώ,
είσαι ψηλά
τρέχεις γοργά…
κι εγώ ένα φτωχό σου ερπετό
που πολεμώ να βρω γιατρό,
να μοιάσω σ’ έναν αετό
όταν πετά ελεύθερος
σε ό,τι μαγικό…

Σου γράφω
να ανακουφιστώ,
όπως το παιδί που κουβαλώ,
να βαπτιστώ με το νερό,
που τρέχει άπλετο και δεν
στεριώνω να το πιώ,
δεν τελειώνω να το ονειρευτώ,
δραπετεύω σ’ ένα ατέρμονο
βουνό,
που κρύβει χαράδρες κι ένα βαρύ μου μυστικό…

Περίμενέ με σε παρακαλώ σ’ ένα σταθμό,
όπως εκείνος ο πατέρας τον άσωτο του γιό,
ντύσε με με το ίδιο χάδι στο λαιμό,
κέρνα με τη θυσία απ’ το γκρεμό,
σφράγισε τα πόδια μου
με ό,τι θεϊκό,
σώσε με από τον άοσμο πηλό…

Σου γράφω τούτη τη νύχτα παντοτινέ Δημιουργέ μου,
μήπως η ήττα με ξεπεράσει Άγιέ μου,
και γίνει φρεγάτα,
που κυβερνιέται απ’ τις πολλές μου τρικυμίες,
από τις σάπιες επιθυμίες,
από παλιές, ατέλειωτες μου αμαρτίες…

Πήγαινέ με στο πηγάδι,
στα κύματα που βάδισες χωρίς σκοτάδι,
θρέψε με με τις συκιές σου,
πότιζε με το βλέμμα σου όλες τις πληγές μου…
ανέβασέ με στον αγρό,
να βρω τον άγγελο για να του πω,
κάθε πρωί να σε συναντώ,
όταν φιλώ το πέπλο στο μνήμα εγώ…

Σου γράφω και κάρφωσέ με,
Ανέβασέ με
γιατί δεν ξέρω να μετρώ,
ούτε να περπατώ,
Βάδισε μπρος μου να σε ακολουθώ,
να μαθαίνω στο δικό σου σχολειό,
να στρώνω τα βάγια σε ξένο σπιτικό,
να σε πιστεύω , να σε φιλεύω,
να σε γυρεύω παντού και πάντα
σε κάθε φτωχικό…

Θα γράψεις σ’ εμένα τον τυφλό,
που ούτε το αλφάβητο να συλλαβίσω δεν μπορώ,
ούτε που βλέπω το Α και το Ω που πνέει σε κάθε ωκεανό;

Ένα μου γράμμα τελικό,
μικρό, απαίδευτο , κουραστικό
που δεν αξίζω να σου στείλω στον Θρόνο σου εγώ…
θυμήσου αυτές τις δύστυχες αράδες,
όταν θα’ ρθείς στον κόσμο αυτό,
για να με κρίνεις, να κριθώ…
Κουράστηκα τόσο να φυλλομετρώ
Και ένα μονάχα ξέρω εγώ…
Πως Είσαι Αυτά που καρτερώ,
Εκείνος που θα με σώσει από τον ξεπεσμό,
Που θα με πάρει απ’ όλους τους εφιάλτες που ζω…
Που θα με μεταλάβει μ’ ένα ολόγιομο φεγγάρι λουσμένο με τ’ άξιο μαργαριτάρι…

Γι’ αυτό προσπαθώ με το γράμμα αυτό
να σου στείλω μιαν άρπα, να ακουστώ…
Διάβασε Θε μου το γράμμα αυτό…
Και μην το σκίσεις σε ικετεύω και σε θερμοπαρακαλώ..

ποίημα Αδαμαντίας Μαρκαναστασάκη
11/6/2018

Συλλογή "Χνάρια στο Φως"

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « “Έκλαψα για σένα” «Έλα …έξω» »