Είναι τα χνώτα απ’ τις σκιές,
τα φώτα απ’ τις ζωές
που έλυσαν και έπνιξαν
τις ξενιτιές,
τις νεογέννητες κραυγές.
Ένα αστέρι που θωρώ,
ένα λημέρι που προσκυνώ
κι όλα τούτα σαν μια χούφτα λιβάνια
που κυνηγώ.
‘Ένα σου νεύμα,
Ένα σου ψέμα,
χαϊδεύεις τους πόνους,
τους τόσους κόπους,
τυφλώνεις,
λυτρώνεις
αιώνιους θρόνους.
Μια μέρα σαν κι αυτή,
Μιαν αυγή,
στην ξενιτιά,
σε μια ξανθιά καταχνιά
σε γνώρισα,
σε όρισα,
βρήκα το θάρρος και σε χώρισα.
Και δάκρυα κυλούσαν στην ποδιά,
χείμαρροι στην ροδιά,
βάρκες έπλεαν στην στεριά,
όλες οι βέρες μπλέχτηκαν,
τα στεφάνια δέχτηκαν
να ξεφτιστούν,
να βαφτιστούν,
να μετρηθούν,
με χίλιες αμαρτίες να δεθούν…
Σωριάστηκαν τα θυμιάματα,
προσάναμμα τα αγάλματα,
έξω…κρύο με παγωνιά,
έξω…να λιώνει το χιόνι στη ζεστασιά,
μοιράζω γυμνός την χαρά…
Τούτη την ώρα
σαν άσπρη μπόρα
μίλησες στ’ όνειρό μου,
φύσηξες το γιομάτο νερό μου,
πλέχτηκες σαν κισσός στο σπιτικό μου,
φώτισες το μικρό μερτικό μου.
Άλλαξε πάλι την ψυχή μου,
για να μείνεις εσύ στην ζωή μου,
ποτάμι που πνίγει τον πύργο,
ο εφιάλτης που ξυπνά απ’ό ύπνο…
Σε ζωγραφίζω σαν εικόνα Θεού,
που γιορτάζει στην φάτνη του Μαγιού,
λιμνάζει στην πόρτα του φαναριού
και παίρνει τ’ αγκάθια,
μοιράζει καλάθια,
χρυσάνθεμα, τριανταφυλλιές,
βυθού σταλαγματιές…
Τώρα πάω ν’ αποκοιμηθώ,
ν’ αναρωτηθώ,
με θαύματα να ξεχαστώ
που με παρηγορούν,
με ξαγρυπνούν,
μ’ αφήνουν μόνο…
με ζητούν…
Πάω ν’ αφουγκραστώ,
χιλιάδες αστέρια ν’ αναζητώ,
φανταχτερούς μάγους ν’ ακολουθώ…
Εκεί στην έρημο…
με δέος να φιλώ,
τα χώματά σου να πατώ,
τη φάτνη που μεγάλωσες να σιγοτραγουδώ,
την φτώχια σου να πιω,
χιλιάδες ευχαριστώ να πω
κι ως το πρωί
την προίκα μου να υφαίνω…και να κεντώ…
Είναι τα φώτα απ’ τις Παναγιές
τα σμύρνα και οι τριχιές,
η λάμψη όλης της γης
από τις νεογέννητες κραυγές,
απ’ τις αχτίδες τις βασιλικές…
Σε ζωγραφίζω
στην φάτνη του καλοκαιριού,
στην πόρτα του φαναριού
στ’ αγκάθια,
σε καλάθια,
στα χρυσάνθεμα
στην ευωδία του δειλινού,
ενός μικρού ανθού…
ποίημα Αδαμαντίας Μαρκαναστασάκη
15/12/2017
Συλλογή "Χνάρια στο Φως"