Εκεί στον βράχο…
που μυροβλίζει
το βήμα σου και η θωριά σου
γονάτισα ν’ αγγίξω την φορεσιά σου…
όχι πως άξιζα…
όχι πως υπήρχα…
μα…θέλησα να δω τι είχα
τι πήρα από Σένα….
τι έντυσες εμένα…
Και άναψε φως…
γίνηκαν όλα καντήλι, χωρίς να ξέρω πώς…
πώς χώρεσες στον άοσμο νου μου
στην βρωμιά του κορμιού μου…
ακόμα ψάχνω τα πώς,
αυτά που διάλεξες να γίνουν Θεός.
Στα άδυτα και στα κρυφά
χνάρια που η γη σου δεν πατά,
αθόρυβα κι ηλιόλουστα
ένιψες τα παιδιά,
έγνεψες στα χωριά
μ’ αγκάλιασες όταν τρυγούσα ντυμένη φτωχά…
Σ’ ένιωθα
πάντα κοντά
Ανέγγιχτο,
Στον Ουρανό σου να πετάς…
Σ’ έβλεπα παντού
στους δρόμους, στην ψυχή,
στους θανάτους, στην ζωή…
Βράδι
Και πολύ πρωί…
που έπαιζα με το τέλος
της τρέλας το βέλος,
στους δρόμους πιωμένη,
ξέμακρη και καταδικασμένη.
Θύμωσα
Κι είπα πως μ’ εγκατέλειψες.
Μα …μ’ έφτυσες
για να δω και πάλι
από ψηλά …
τότε που κοιμόμουν
στην σπηλιά
και χάιδευες τα δάχτυλά μου,
για να σου στέλνω γράμματα
απ’ το σχολειό στα τάγματα…
απ΄ το κρεβάτι
στον άφταστο φράχτη…
Απόγευμα που δύει…
σε μυρίζω παντού,
στα κρεμασμένα αστέρια,
στα κτισμένα σου έργα
στα άντυτά σου περιστέρια…
Βράδι που πνίγει…
και μετανιώνω…
τις τύψεις μου λιώνω
μ’ ένα ραβδί ελιάς
με λίγο λάδι ξενιτιάς.
Αυγή που φτάνει…
πολλή αυγή…
και προχωρώ…
ως οι φίλοι σου στο μνήμα
ως οι Άγγελοι με ντύμα
και προχωρώ…
ν’ ανοίξω …να σε δω
στον πηλό,
στον τυφλό,
πιο κάτω απ’ το φυλαχτό
πιο βρώμικος κι από το ρούχο που φορώ…
Φίλος πιότερο κι από αδελφός
Πατέρας ωσάν βοσκός,
Στη χαράδρα φώναξέ με,
στ’ όνομά μου βάπτισέ με,
να σου μοιάσω
να φοβηθώ,
με λατρεία να πλυθώ…
Ήλιος βγήκε…
Τάισέ με,
πλύνε τα πόδια μου
άσε το ψωμί στην πόρτα μου,
χαιρέτισέ με…
Ανοιξε…
άνοιξέ μου
χτυπώ…
ένας φίλος σου …
ένας εχθρός…
άσε με να μπω…
κι ας μην στο ζητώ…
σαν τον ζητιάνο θα σου χρωστώ…
σαν ένα πρόβατο χαμένο στον γκρεμό…
σαν …
εμένα σκυμμένο στον ατέλειωτο βυθό…
Αχτίδες στο κελί…
πολλή αυγή…
και προχωρώ…
νεκρός…
τυφλός …
που είδα ξανά λίγο ΦΩΣ…
Άνοιξέ μου…
Χάραξε…
Σαν φίλος …στο σπίτι σου…να κοιμηθώ…
ποίημα Αδαμαντίας Μαρκαναστασάκη
2/6/2019
Συλλογή "Χνάρια στο Φως"