Ωρα 7
παντού σιγή,
ψιχαλίζει ...
σταγόνες που κόβουν
σαν γυαλί.
Πήγε 9
και τα πουλιά κούρνιασαν
στις κορυφές της εκκλησιάς.
Μεσάνυχτα και κάτι
σε όλα μια ρωγμή,
θυμίζουν εκείνη ...σκυθρωπή...
Μεγάλα βήματα ηχούν
μοναχικοί διαβάτες περπατούν,
στη δύστυχη βοή πεινούν...
Απλώνονται τα χέρια,
λευκά περιστέρια
πετούν ...
Αρχινώ , κατηφορίζω
με παρέα τα αστέρια , ψιθυρίζω...
μάτια με ακολουθούν,
χέρια με ακουμπούν,
θηλειές με πνίγουν
με κοιτούν...
Πού να πας;
Για τι να μιλήσεις;
Το χρώμα σβήστηκε
με τι κερί να ζωγραφίσεις;
Άγγελε του Θεού
άναψε τη λαμπάδα σου
να λιώσει παντού.
Σύρε με στην άκρη του σπιτιού,
γιατί τα όνειρα σωριάστηκαν
και ψάχνω τα γιατί.
Φταίω εγώ;
Φταις εσύ;
Η μήπως φταίει κι η ζωή;
Αγαπημένη μου ,
γράψε ένα γράμμα
χωρίς γραφή,
με μελάνι που καίει ντροπή
με βλέμμα όλο ενοχή
με φεγγάρια γιομάτα σιωπή.
Δεν αντέχω άλλο να μη μιλώ,
απάνω μου του κόσμου όλου η ηχώ,
δεν προκάνω να σε κυνηγώ,
κουράστηκα,
να ξαποστάσω βιάστηκα,
λέω να κοιμηθώ...
Γεια σου καλέ μου φίλε,
σε χαιρετώ.
Αύριο που τα σκοτάδια λιγοστεύουν
σε σένα θ´ ακουμπώ,
στον ώμο σου, στον ίσκιο σου
τη μοίρα θα κερνώ.
Απόκαμα αγάπη μου
συγχώρα με γι’ αυτό...
ποίημα Αδαμαντίας Μαρκαναστασάκη
30.10.2015
Συλλογή "Χνάρια στο Φως"