Ο Νικόδημος Τσίγκος αγαπούσε την φωτογραφική του μηχανή -μια Μινόλτα x300- σαν να ήταν κοπέλα του ενώ τόσα και τόσα χρόνια αρνιόταν εμμονικά και λυσσαλέα να μού αποκαλύψει πού την βρήκε. Την καθάριζε επιμελώς κάθε Πέμπτη για ακατανόητους λόγους, ίσως γιατί Πέμπτη να ήταν η μέρα που την απέκτησε. Ούτε να την ακουμπήσει κάποιος άλλος δεν διανοείτο, ενώ όποτε την έδειχνε σε κάποιον φίλο του, εγώ παρατηρούσα τις φλογερές ματιές του και ήταν σαν να προσπαθούσε να την προστατέψει ακόμη και από το ξένο βλέμμα. Ασχολιόταν ενεργά με τη φωτογραφία, φωτογραφίζοντας μονάχα με φιλμ, εμφανίζοντάς το στην μπανιέρα του σπιτιού του. Έχουμε μάθει πια να γίνονται τα πράγματα πολύ εύκολα, έλεγε συνεχώς σε όποιον τον ρωτούσε περίεργος για τούτη του την προτίμηση, για την ακρίβεια τίποτα δεν «γίνεται» πια, όλα «συμβαίνουν» ερήμην μας. Βγάζει κανείς πια εφτά χιλιάδες φωτογραφίες μ’ ένα κουμπί, σχεδόν φωτογραφίζει κανείς καταλάθος. Άλλος δουλεύει για εκείνον. Όταν όμως εκλείπουν οι μικρές αλλά σημαντικότατες εργασίες των χεριών, τότε υπάρχει πρόβλημα. Εκλείπει η αρχέγονη υλικότητα. Για να αισθανθείς από φωτογραφία πρέπει να ανοίξεις ένα πακετάκι φιλμ αφαιρώντας από μέσα τον μικρό πλαστικό κύλινδρο και αφού απελευθερώσεις από μέσα το καρούλι, να ανοίξεις τη μηχανική σου κάμερα και να τοποθετήσεις την άκρη του φιλμ στις ακίδες της στρόφιγγας, να τραβήξεις τον μοχλό πολλές φορές μέχρι εκείνο να τεντωθεί και να κολλήσει πάνω στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια, να οπλίσεις πριν το κάθε σου κλικ και να μαζέψεις χειροκίνητα το φιλμ όταν εκείνο τελειώσει. Μικροί απαραίτητοι φετιχισμοί για έναν αξιοπρεπή βίο. Αν έχεις μονάχα τριανταέξι διαθέσιμα καρέ θα σκεφθείς καλύτερα τί θα φωτογραφίσεις. Σεβάσου τη μοναδικότητα του κάθε καρέ, σκέψου πως οι κόκκοι που απαρτίζουν το καθένα τους -την κάθε μικρή αυτή επιφάνεια- είναι διαφορετικοί από αυτούς στο γειτονικό του, σαν την κάθε μία μοναδική νιφάδα του χιονιού. Τράβα μονάχα τα σημαντικότερα και άσε τα αχρείαστα και τα φλύαρα να υποπέσουν για πάντα στη λήθη. Το φιλμ είναι η ζωή, τη ζωγραφίζει απλά και άμεσα ρουφώντας φως∙ κανένα ψηφίο δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκρυπτογραφίσει ένα χρώμα, τίποτα που φιλτράρει την ζωή δεν δύναται να την αναπαραστήσει, οι άπειρες αποχρώσεις των χρωμάτων δεν θα αποτυπωθούν ποτέ σε μονάδες και κουλούρες, αυτό που δεν μετριέται κάποτε θα εκδικηθεί. Αυτά μου έλεγε παθιασμένος, κρύβοντας αμέσως όμως την Μινόλτα του από τα λαίμαργά μου μάτια.
Κι όμως μια μέρα πριν ταξιδέψω για πρώτη φορά στη πολυλατρεμένη του Βενετία, ο Νικόδημος ξεπέρασε τον εαυτό του σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από πολλούς ανθρώπους που φυσικά δεν έχουν τις παραξενιές του φίλου μου, αλλά παραμένουν πεισματικά αμετακίνητοι στις περισσότερο φορές ανόητες συνήθειες και πεποιθήσεις τους. Μια μέρα πριν ταξιδέψω λοιπόν, τον είχα επισκεφθεί για να μου πει ποια μέρη της πανέμορφης αυτής πόλης έπρεπε να επισκεφθώ και πού να φάω –κυρίως πού να φάω-. (Ο Νικόδημος είχε τον τρόπο του ακόμη και όταν επισκεπτόταν για πρώτη φορά μια πόλη, να ελίσσεται επιδεξίως παρακάμπτοντας τα τουριστικά εστιατόρια εντοπίζοντας τα αυθεντικότερα και πιο παλιά ταβερνεία. Και η Βενετία –την οποία είχε επισκεφθεί περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη πόλη του εξωτερικού-, πόλη που απειλείται να βουλιάξει όχι από τη λιμνοθάλασσά της αλλά από μια θάλασσα σαχλοτουριστικών, και ανυπόφορα κακόγουστων καταστημάτων, ήθελε τον Νικόδημό της). Ο φίλος μου εναπόθεσε προσεκτικά στο τραπεζάκι μπροστά μου έναν τεράστιο αναδιπλώμενο χάρτη της Βενετίας πάνω στον οποίο είχε με έναν κόκκινο μαρκαδόρο επισημάνει τα σημαντικότερα αξιοθέατα, τις πιο σπουδαίες εκκλησίες και τα νοστιμότερα εδεσματοπωλεία. Στα περισσότερα μάλιστα είχε σημειώσει και τί θα έπρεπε να παραγγείλω! Και εκεί που κοιτούσα ενθουσιασμένος τις σημειώσεις του σκυμμένος πάνω στον χάρτη, είδα να προσγειώνεται μπροστά μου η Μινόλτα του Νικόδημου μέσα στην μαύρη δερμάτινη θήκη της. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον φίλο μου να κοιτάζει την αγαπημένη του τρυφερά. Έκατσε και επί μία ώρα πήρε να μου εξηγεί τις λειτουργίες της μηχανής του, πώς θα έπρεπε να βάζω το φιλμ, να την οπλίζω, να φωτομετρώ και να την προστατεύω από μικρούς και μεγάλους κινδύνους. Κι έπειτα μου ανέθεσε μια αποστολή μην χάνοντας φυσικά την ευκαιρία για νουθεσία: «Μερικές φορές τα σπαράγματα, ξεκίνησε, τα μικρότερα πράγματα τα όχι τόσο επιβλητικά, εκείνα που φαντάζουν ακόμη και απλοϊκά στο ανίδεο μάτι είναι και τα σημαντικότερα και τα πιο πλουμιστά, τα πιο φανταχτερά και τα πιο σημαίνοντα∙ δίπλα μάλιστα στα πλουσιότερα αποκαλύπτεται πιο ξεκάθαρα πως ενέχουν πολύ περισσότερη αλήθεια». Και συνέχισε με ακόμη μεγαλύτερη συγκίνηση: «Ωραία η βασιλική του Αγίου Μάρκου, εντυπωσιακή η μαρμάρινη πλατεία του, ωραία και τα χρυσοποίκιλτα ψηφιδωτά κι οι βενετσιάνικες τοιχογραφίες∙ όλο θησαυρούς και χρυσάφι ο Καθολικός ναός! Μα ανέβα στο μπαλκόνι του Καθεδρικού και στάσου μπροστά στους τέσσερις αρχαιοελληνικούς ίππους του Λυσίππου που αρπάχθησαν από τον Ερρίκο Ντάντολο κατά την άλωση της Πόλης μέσα από τον βυζαντινό ιππόδρομο. Δες την γεμάτη απλότητα ομορφιά που αποπνέουν καθώς ο κάθε ίππος υψώνει το δεξί του πόδι κλίνοντας το κεφάλι του δεξιά ή αριστερά, κατά πού επιθυμεί ο καθένας. Και μην διστάσεις να φέρεις το πρόσωπό σου πολύ κοντά, ν’ ακουμπήσεις ακόμη ελαφρά τον λαιμό τους∙ μη ξεχνάς πως τα κολάρα τους προστέθηκαν εκ των υστέρων από τους κατακτητές για να καλύψουν τα σημεία που τα κεφάλια τους είχαν κοπεί κατά την μετακίνησή τους. Διαπίστωσε και μόνος σου τη μελαγχολία που φανερώνει το βλέμμα τους, το μαράζι για τον βίαιο ξεριζωμό τους, μια βαθιά μπρούντζινη νοσταλγία, μια νοσταλγία που χρόνια με τα χρόνια αυξάνεται και τρώει με την πατίνα της το πρόσωπό τους. Και φωτογράφισέ αυτά τα άλογα για μένα, όπως μπορούμε να τα φέρουμε πίσω.»
Σπύρος Ματζαβίνος