Η σχέση μου με το όνομά μου είναι αρκετά στενή. Ίσως βέβαια η φράση αυτή να μην έχει και τόσο νόημα υπό την έννοια πως ο κάθε άνθρωπος θεωρεί το όνομά του ως κάτι δικό του, κάτι στο οποίο εδώ που τα λέμε ανήκει. Όλοι μας έχουμε προχωρήσει στον δρόμο και στο απότομο άκουσμα του ονόματός μας έχουμε γυρίσει ξαφνικά πιστεύοντας εκείνη την στιγμή (αν και το γύρισμα του κεφαλιού γίνεται τόσο ξαφνικά που δεν προλαβαίνουμε με τίποτα στ’ αλήθεια να σκεφτούμε) πως κάποιος άγνωστος μάς φωνάζει. Δεν διανοούμαστε πως το όνομά μας το μοιραζόμαστε με πολλούς∙ στην πραγματικότητα το θέλουμε μονάχα για τον εαυτό μας∙ είμαστε εμείς και αυτά τα γράμματα στη σειρά δηλώνουν μονάχα τον εαυτό μας με σάρκα και οστά. Τέλος πάντων. Το όνομά μου κουβαλιέται στην οικογένειά μου εδώ και περίπου τρεις αιώνες. Το γενεαλογικό μου δένδρο είναι η απόδειξη για αυτό∙ μέσα σε μικρά ζωγραφισμένα φύλλα στέκεται με καλλιγραφικά γράμματα και όλο και ανεβαίνει υπομονετικά από τις παρυφές του μεγάλου δένδρου μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το τελευταίο φύλλο είμαι εγώ. Και νοιώθω περήφανος που αυτόματα γυρίζω το κεφάλι μου σε έναν ήχο που έκανε και κάποιον πρόγονό μου χαμένο στον χρόνο (πιθανότατα πνιγμένο σε κάποια βαθιά θάλασσα καθώς το κεφαλλονίτικο γένος μου ήταν ναυτικό) να γυρίζει. Μπορεί κανείς να κατηγορήσει το έθιμο της κληρονομικής ονοματοδοσίας για έλλειψη φαντασίας και πιθανώς ως υπαίτιο της εξάλειψης κάποιων σπανίων ονομάτων, αλλά η σκυταλοδρομία αυτή των λέξεων από γενιά σε γενιά έχει τη σημασία της. Και είναι σαν μαζί με το όνομά κάποιου προγόνου σου να παίρνεις και κάτι από την ψυχή του. Ο παππούς μου λεγόταν Σπύρος. Ήταν καπετάνιος (γεννηθείς το 1906) και πέθανε στα 54 του από καρδιά στην Αλεξάνδρεια, από την στεναχώρια του όταν ένα φορτίο που κρεμόταν από τον γερανό του πλοίου του γλίστρησε και καταπλάκωσε έναν Αιγύπτιο ναύτη. Είχε τεράστια καρδιά γι’ αυτό και πολύ αδύναμη. Όσον αφορά στις καρδιές η δύναμη είναι αδυναμία. Δεν τον γνώρισα ποτέ αλλά μιλάω το ίδιο γρήγορα με εκείνον. Κανείςποτέδενκαταλαβαίνειμετηνπρώτητίλέω αλλά αυτό το χαρακτηριστικό μου δεν με πειράζει σχεδόν καθόλου γιατί είμαι περήφανος που το μοιράζομαι με εκείνον. Και είμαι διπλά περήφανος που εκτός από κοινό αίμα έχουμε και κοινό όνομα. Για τον άγιο Σπυρίδωνα δεν γνωρίζω τίποτε. Κι όμως αυτή η αγιογραφία μου φάνηκε αριστουργηματική. Δεν ήξερα καν ότι το όνομά μου προέρχεται από το σπυροειδές καπέλο που φορούσε. Χωρίς να το ξέρω εν τω μεταξύ, φορώ μετά μανίας τέτοια καπέλα. Εγώ ήξερα μόνο πως ο Σπύρος σπέρνει. Και ήμουν χαρούμενος που το όνομά μου είναι ελληνικό. (Και προσφάτως κάρφωσα πάνω από το κρεβάτι μου δέκα παλιές εικόνες του Αγίου Σπυρίδωνα που βρήκε ο πατέρας μου στο Μοναστηράκι∙ φτιλοτεχνήθηκαν περίπου το ’50 και απεικονίζουν το σκήνωμά του ανάμεσα σε δύο λαμπάδες). Στην αγιογραφία αυτή πάντως ο άγιός μου είναι βοσκός∙ και σχεδόν φιλά ένα αρνάκι που πλησιάζει το πρόσωπό του. Και εγώ αγαπώ πολύ τα αρνιά, τα κατσίκια, το πρόβατα και τις γίδες. Καθόλου τυχαίο δεν είναι πως η Κεφαλλονιά είναι γεμάτη από αρνιά∙ δεν υπάρχει νησί με περισσότερα ερίφια από το δικό μου. Πολλές φορές κατεβαίνουν από τον Αίνο για να πιουν θαλασσινό νερό∙ προσφάτως μάλιστα είδα ένα νόμισμα της αρχαίας κεφαλλονίτικης πόλης της Κράνης που απεικονίζει ένα κριάρι. Όλα αυτά δεν είναι καθόλου τυχαία. Και εγώ που κουτσογράφω γνωρίζω πως η δημιουργία μοιάζει με καλλιέργεια καρπών σε καρπερό χωράφι που ζει πολύ πριν από σένα. Και αν δεν σπείρεις στο χωράφι της παράδοσης του τόπου σου –αν δεν αφήσεις να τον τόπο σου να μιλήσει μέσα από σένα- τίποτα σπουδαίο ποτέ δεν θα βλαστήσει. Ο Σπύρος σπέρνει.